Κυπριακή Δημοκρατία Κυπριακή Δημοκρατία

Έκθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών και Προϋπολογισμού για την πρόταση νόμου «Ο περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Τροποποιητικός) Νόμος του 2017»

Παρόντες:

  • Αβέρωφ Νεοφύτου, πρόεδρος    
  • Μάριος Μαυρίδης    
  • Ονούφριος Κουλλά    
  • Στέφανος Στεφάνου    
  • Αντρέας Καυκαλιάς    
  • Άγγελος Βότσης
  • Μαρίνος Μουσιούττας
  • Μαρίνος Σιζόπουλος
  • Μιχάλης Γιωργάλλας
  • Άννα Θεολόγου


Η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών και Προϋπολογισμού μελέτησε την πιο πάνω πρόταση νόμου σε τέσσερις συνεδρίες της, που πραγματοποιήθηκαν στις 23 Οκτωβρίου 2017, 23 Απριλίου 2018, 14 Μαΐου 2018 και την 21η Μαΐου 2018.

Η πρόταση νόμου κατατέθηκε στη Βουλή από την ανεξάρτητη βουλευτή κ. Άννα Θεολόγου, το βουλευτή κ. Ηλία Μυριάνθους εκ μέρους του Κινήματος Σοσιαλδημοκρατών ΕΔΕΚ, το βουλευτή κ. Μιχάλη Γιωργάλλα εκ μέρους της Αλληλεγγύης και το βουλευτή κ. Γιώργο Περδίκη εκ μέρους του Κινήματος Οικολόγων-Συνεργασία Πολιτών.

Σημειώνεται ότι στην πρόταση νόμου προστέθηκαν σε μεταγενέστερο στάδιο ως συνεισηγητές ο κ. Μάριος Μαυρίδης εκ μέρους της κοινοβουλευτικής ομάδας του Δημοκρατικού Συναγερμού και ο κ. Χρίστος Χρίστου εκ μέρους του Εθνικού Λαϊκού Κόμματος.

Στο πλαίσιο της συζήτησης της πρότασης νόμου ενώπιον της επιτροπής κλήθηκαν και παρευρέθηκαν εκπρόσωποι του Υπουργείου Οικονομικών και του Τμήματος Φορολογίας του ιδίου υπουργείου, του Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και του Παγκύπριου Συνδέσμου Ιδιοκτητών Στεγών Ευγηρίας.

Σκοπός της πρότασης νόμου όπως αυτή είχε αρχικά κατατεθεί είναι η τροποποίηση του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου, ώστε η παροχή υπηρεσιών από οίκους ευγηρίας κερδοσκοπικού χαρακτήρα (ιδιωτικά γηροκομεία) να εμπίπτει ρητά στις προνοούμενες με βάση το βασικό νόμο εξαιρέσεις αναφορικά με την επιβολή φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ).

Ειδικότερα, με την εν λόγω πρόταση νόμου καταργείται η επιβολή ΦΠΑ ύψους 19% επί των παρεχόμενων υπηρεσιών από ιδιωτικούς οίκους ευγηρίας, καθώς και επί των παρεχόμενων αγαθών που συνδέονται στενά με τις εν λόγω υπηρεσίες.

Σύμφωνα με τα όσα ανέφεραν μεταξύ άλλων οι εισηγητές της πρότασης νόμου κατά τη συζήτησή της, η προτεινόμενη νομοθετική ρύθμιση καθίσταται επιτακτική δεδομένων των κρατουσών οικονομικών συνθηκών, καθότι η αξιοπρεπής διαβίωση των ηλικιωμένων πρέπει να είναι πρώτιστο μέλημα της κοινωνίας. Περαιτέρω, με την ίδια ρύθμιση σκοπείται η προστασία του δικαιώματος των ηλικιωμένων σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη που τους παρέχεται ως υπηρεσία εντός των οίκων ευγηρίας. Επιπρόσθετα, με την πρόταση νόμου αναμένεται να αντιμετωπιστεί καθοριστικά το φαινόμενο του αθέμιτου ανταγωνισμού που ενδεχομένως να δημιουργείται μεταξύ ιδιωτικών και δημόσιων οίκων ευγηρίας.

Οι εκπρόσωποι του Συνδέσμου Ιδιοκτητών Οίκων Ευγηρίας δήλωσαν ότι οι οίκοι ευγηρίας, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους λειτουργούν εντός των νόμιμων πλαισίων, αντιμετωπίζουν, ιδιαίτερα μετά την αλλαγή της νομοθεσίας για την παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, ιδιαίτερο πρόβλημα ρευστότητας, καθότι έχουν αποκοπεί ή μειωθεί διάφορα επιδόματα που παρέχονταν σε ηλικιωμένους (π.χ. επίδομα προσωπικής άνεσης, επιδόματα για πάνες, κ.λπ.) με αποτέλεσμα να δημιουργούνται προβλήματα στην πληρωμή από μέρους τους των τροφείων για τη διαμονή τους στους οίκους αυτούς. Παράλληλα, δήλωσαν ότι οι ιδιωτικοί οίκοι ευγηρίας έχουν να αντιμετωπίσουν αθέμιτο ανταγωνισμό που δημιουργείται σε σχέση με δημόσιους οίκους ευγηρίας, οι υπηρεσίες των οποίων σύμφωνα με την υφιστάμενη νομοθεσία εξαιρούνται από την επιβολή ΦΠΑ.

Οι εκπρόσωποι του Υπουργείου Οικονομικών κατά την αρχική τους τοποθέτηση επί των προτεινόμενων διατάξεων, αλλά και με σχετική επιστολή του υπουργείου, ημερομηνίας 14 Νοεμβρίου 2017, ανέφεραν τα ακόλουθα:

1. Με βάση το έβδομο παράρτημα της βασικής νομοθεσίας, στο οποίο περιλαμβάνονται οι εξαιρούμενες από την επιβολή ΦΠΑ συναλλαγές, εξαιρείται από την επιβολή ΦΠΑ η παροχή υπηρεσιών και παράδοση αγαθών που συνδέονται στενά με την κοινωνική πρόνοια και ασφάλιση, περιλαμβανομένων και των παρεχομένων υπηρεσιών από οίκους ευγηρίας που πραγματοποιούνται από οργανισμούς μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα.

2. Η εν λόγω διάταξη της ημεδαπής νομοθεσίας βασίζεται στο άρθρο 132 της ευρωπαϊκής Οδηγίας (2006/112/ΕΚ) σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας στο οποίο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι τα κράτη μέλη απαλλάσσουν από την επιβολή ΦΠΑ τις παροχές υπηρεσιών και τις παραδόσεις αγαθών οι οποίες συνδέονται στενά με την κοινωνική πρόνοια και ασφάλιση, περιλαμβανομένων των υπηρεσιών που παρέχονται από οίκους ευγηρίας, και οι οποίες πραγματοποιούνται από οργανισμούς δημόσιου δικαίου ή άλλους οργανισμούς που το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος αναγνωρίζει ως κοινωνικού χαρακτήρα.

3. Στο άρθρο 133 της ίδιας Οδηγίας διευκρινίζεται ότι, σε σχέση με το πιο πάνω δικαίωμα για απαλλαγή από την επιβολή ΦΠΑ, «η χορήγηση της απαλλαγής (εξαίρεσης) σε οργανισμούς, εκτός των οργανισμών δημοσίου δικαίου, εξαρτάται από την τήρηση μίας ή περισσοτέρων από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α. Οι εν λόγω οργανισμοί δεν πρέπει να έχουν ως σκοπό τη συστηματική επιδίωξη του κέρδους, τα ενδεχόμενα δε κέρδη τους δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να διανέμονται, αλλά να διατίθενται για τη διατήρηση ή τη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών.

β. Η διοίκηση και διαχείριση των εν λόγω οργανισμών πρέπει να ασκείται ουσιαστικά χωρίς μισθό, από πρόσωπα που δεν έχουν, είτε αυτά τα ίδια είτε μέσω τρίτων προσώπων άμεσο ή έμμεσο συμφέρον από τα αποτελέσματα της εκμετάλλευσης των σχετικών δραστηριοτήτων.

γ. Οι τιμές τις οποίες καθορίζουν οι εν λόγω οργανισμοί πρέπει να έχουν εγκριθεί από τις δημόσιες αρχές ή να μην υπερβαίνουν παρόμοιες εγκεκριμένες τιμές ή, εάν πρόκειται για πράξεις για τις οποίες δεν προβλέπεται έγκριση τιμής, οι τιμές πρέπει να είναι κατώτερες αυτών που καθορίζονται για ανάλογες πράξεις από εμπορικές επιχειρήσεις οι οποίες υπόκεινται στον ΦΠΑ.

δ. Οι απαλλαγές δεν πρέπει να δημιουργούν κίνδυνο στρέβλωσης των όρων του ανταγωνισμού σε βάρος των εμπορικών επιχειρήσεων που υπόκεινται στον ΦΠΑ.»

Στη βάση των πιο πάνω, το αρμόδιο υπουργείο, έπειτα από αίτημα της επιτροπής μελέτησε το ενδεχόμενο η παράγραφος (δ) να αποτελέσει την αιτιολογία για την εξαίρεση των επιχειρήσεων οίκων ευγηρίας κερδοσκοπικού χαρακτήρα (ιδιωτικοί οίκοι ευγηρίας) από την επιβολή ΦΠΑ.

Συνεπώς, στην επιστολή του αρμόδιου υπουργείου, ημερομηνίας 14 Νοεμβρίου 2017, αναγράφονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

1. Από τη μελέτη της εν λόγω διάταξης τόσο μέσα από την Οδηγία, αλλά και μέσα από σχετικές αποφάσεις του δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), η προϋπόθεση (δ) στοχεύει στον περιορισμό των απαλλαγών που τα κράτη μέλη θα εντάσσουν στην εν λόγω απαλλαγή, αφού οι απαλλαγές με βάση το άρθρο 133 δεν πρέπει να διαταράσσουν σοβαρά τους όρους του ανταγωνισμού εις βάρος επιχειρήσεων που έχουν κερδοσκοπικό σκοπό και υπόκεινται στο ΦΠΑ. Η εν λόγω διάταξη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε καμία περίπτωση ως αιτιολόγηση, για να περιλαμβάνονται στην απαλλαγή περισσότερες επιχειρήσεις. Επισημαίνεται επίσης ότι έχει επανειλημμένα τεθεί σε αριθμό αποφάσεων του ΔΕΕ ότι οι απαλλαγές που καθορίζονται στην Οδηγία πρέπει να ερμηνεύονται στενά, δεδομένου ότι οι απαλλαγές αυτές αποτελούν παρεκκλίσεις από τη γενική αρχή, σύμφωνα με την οποία ο φόρος εργασιών επιβάλλεται σε κάθε παροχή υπηρεσιών που πραγματοποιείται εξ επαχθούς αιτίας από υφιστάμενο στο φόρο πρόσωπο.

2. Η περί ΦΠΑ νομοθεσία έχει καθορίσει ως κοινωνικού χαρακτήρα τους οργανισμούς μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, στους οποίους περιλαμβάνονται τόσο οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου που καθορίζονται ρητά από το άρθρο 132 όσο και άλλους οργανισμούς μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Σε περίπτωση συμπερίληψης στον ορισμό της έννοιας «κοινωνικού χαρακτήρα» και των κερδοσκοπικών επιχειρήσεων, αυτό θα προκαλέσει στρεβλώσεις.

3. Αναφορικά με το θέμα επιβολής ΦΠΑ με το μειωμένο συντελεστή από κάποιους οίκους ευγηρίας για μέρος των υπηρεσιών τους, το Τμήμα Φορολογίας έχει προβεί στις ενδεδειγμένες ενέργειες, ώστε να επιβάλλεται ο κανονικός συντελεστής ΦΠΑ στο σύνολο των υπηρεσιών τους και στην αποτροπή του διαχωρισμού των υπηρεσιών που παρέχονται, επιβάλλοντας σε αυτές διαφορετικούς συντελεστές ΦΠΑ.

4. Το Υπουργείο Οικονομικών, σε συνεργασία με το Τμήμα Φορολογίας, μελέτησε ενδελεχώς κάθε ενδεχόμενο, ώστε να μπορέσουν να τύχουν διαφορετικής ρύθμισης για σκοπούς ΦΠΑ οι δραστηριότητες των οίκων ευγηρίας κερδοσκοπικής φύσης, καταλήγοντας ότι η περί ΦΠΑ νομοθεσία δεν μπορεί να τροποποιηθεί με οποιοδήποτε τρόπο προς το σκοπό αυτό και συνεπώς μόνο οι συναλλαγές από οίκους ευγηρίας που πραγματοποιούνται από οργανισμούς μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα θα συνεχίσουν να εξαιρούνται από την επιβολή ΦΠΑ, ενώ οι παροχές υπηρεσιών και παροχές αγαθών που πραγματοποιούνται από οίκους ευγηρίας οι οποίοι λειτουργούν κάτω από οποιοδήποτε άλλο καθεστώς, όπως ιδιωτικές επιχειρήσεις (εταιρείες ή φυσικά πρόσωπα) που είναι κερδοσκοπικού χαρακτήρα, θα πρέπει να υπόκεινται στον εκάστοτε σε ισχύ κανονικό συντελεστή ΦΠΑ.

Η επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη την πιο πάνω τοποθέτηση του Υπουργείου σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται με βάση τις διατάξεις της σχετικής ευρωπαϊκής Οδηγίας η πλήρης εξαίρεση των εν λόγω υπηρεσιών που παρέχονται από ιδιωτικούς οίκους ευγηρίας, με τη σύμφωνη γνώμη των εισηγητών της πρότασης νόμου, ζήτησε από το αρμόδιο υπουργείο όπως μελετηθεί το ενδεχόμενο, αντί της πλήρους εξαίρεσής τους, οι εν λόγω υπηρεσίες ενταχθούν στο παράρτημα της νομοθεσίας στο οποίο προβλέπεται η επιβολή μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ ύψους 9%.

Οι εκπρόσωποι του αρμόδιου υπουργείου, αφού μελέτησαν το πιο πάνω ενδεχόμενο, δήλωσαν ενώπιον της επιτροπής ότι στα κράτη μέλη παρέχεται το δικαίωμα με βάση την ευρωπαϊκή Οδηγία για ένταξη των εν λόγω υπηρεσιών στο μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ ύψους 9%, εφόσον συμπεραίνεται ότι αυτές είναι υπηρεσίες κοινωνικού χαρακτήρα και η παροχή τους συνδέεται στενά με την κοινωνική πρόνοια και ασφάλιση.

Παρά ταύτα, το αρμόδιο υπουργείο στο παρόν στάδιο δε συμφωνεί με την ένταξη των εν λόγω υπηρεσιών στο μειωμένο συντελεστή, καθ’ ότι η κοινωνική πολιτική του κράτους θα πρέπει να ασκείται στοχευμένα και με βάση στρατηγικό σχεδιασμό και όχι αποσπασματικά.

Η επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα όσα τέθηκαν ενώπιόν της, με τη σύμφωνη γνώμη των εισηγητών της πρότασης νόμου, αποφάσισε όπως το κείμενο αυτής τροποποιηθεί, ώστε, αντί της πλήρους εξαίρεσης των εν λόγω υπηρεσιών από την επιβολή ΦΠΑ, να γίνει πρόβλεψη όπως αυτές ενταχθούν σε καθεστώς επιβολής μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ ύψους 9%, ώστε η προτεινόμενη νομοθεσία να συνάδει με τις διατάξεις και τα επιτρεπόμενα από τη σχετική ευρωπαϊκή Οδηγία.

Παράλληλα, η επιτροπή τόνισε ότι οποιοδήποτε όφελος προκύπτει από την εφαρμογή της προτεινόμενης νομοθεσίας θα πρέπει να μετακυλίζεται στους ηλικιωμένους συμπολίτες μας που διαμένουν στους οίκους ευγηρίας, είτε μέσω της μείωσης των τροφείων είτε άλλως πως, και σε καμία περίπτωση να μην τύχει εκμετάλλευσης από τους ιδιοκτήτες των οίκων αυτών.

Υπό το φως των πιο πάνω, η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών και Προϋπολογισμού ομόφωνα εισηγείται την ψήφιση της υπό αναφορά πρότασης νόμου σε νόμο, όπως αυτή έχει τελικά διαμορφωθεί και αφού τροποποιηθεί ο τίτλος της, ώστε να αναφέρεται ως «Ο περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμος του 2018».

6 Ιουνίου 2018