Κυπριακή Δημοκρατία Κυπριακή Δημοκρατία

Έκθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών για τους αναπεμφθέντες νόμους «Ο περί Σύστασης και Λειτουργίας της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου της Αστυνομίας Νόμος του 2017» και «Ο περί Αστυνομίας (Τροποποιητικός) Νόμος του 2017»

Παρόντες:

  • Γεώργιος Γεωργίου, πρόεδρος    
  • Δημήτρης Δημητρίου    
  • Άριστος Δαμιανού    
  • Ευανθία Σάββα
  • Νίκος Κέττηρος     
  • Χριστιάνα Ερωτοκρίτου
  • Κωστής Ευσταθίου

 

Μη μέλη της επιτροπής:

  • Γιώργος Περδίκης

 

Η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Νομικών επανεξέτασε σε συνεδρία της, που πραγματοποιήθηκε στις 2 Ιανουαρίου 2018, τους πιο πάνω νόμους, τους οποίους ψήφισε η Βουλή των Αντιπροσώπων στις 8 Δεκεμβρίου 2017 και οι οποίοι αναπέμφθηκαν από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κατ’ επίκληση του άρθρου 51.1 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στην συνεδρίαση αυτή κλήθηκαν και παρευρέθηκαν ενώπιον της επιτροπής ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως και εκπρόσωπος της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας.

Όπως είναι γνωστό, με τον πρώτο αναπεμφθέντα νόμο σκοπείται η σύσταση και στελέχωση Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου (ΥΕΕ) στην Αστυνομία Κύπρου, η οποία θα είναι αρμόδια για τη συλλογή, την επεξεργασία, την αξιολόγηση και τη διερεύνηση πληροφοριών για θέματα διαφθοράς στην αστυνομία, καθώς και τη διερεύνηση και τη δίωξη αδικημάτων διαφθοράς που διαπράττουν μέλη της αστυνομίας. Με το δεύτερο αναπεμφθέντα νόμο σκοπείται η τροποποίηση του περί Αστυνομίας Νόμου με τη θέσπιση των ποινικών και πειθαρχικών αδικημάτων διαφθοράς και συγκάλυψης αδικημάτων διαφθοράς και με την επιβολή υποχρέωσης στα μέλη της Αστυνομίας Κύπρου όπως καταγγέλλουν ή παρέχουν στην ΥΕΕ πληροφορίες ή στοιχεία για πράξεις διαφθοράς που υποπίπτουν στην αντίληψή τους ή περιέρχονται εις γνώσιν τους.

Οι λόγοι αναπομπής του πρώτου αναπεμφθέντος νόμου, όπως αυτοί εκτίθενται στην επιστολή του Προέδρου της Δημοκρατίας προς τον Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων, ημερομηνίας 22 Δεκεμβρίου 2017, είναι οι ακόλουθοι:

1. Ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος αναπομπής διαλαμβάνουν ότι το άρθρο 5(1)(γ) του αναπεμφθέντος νόμου, το οποίο, όπως έχει διαμορφωθεί από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, παρέχει τη δυνατότητα στα μέλη της ΥΕΕ να εισέρχονται και να διενεργούν έρευνες και ελέγχους σε οποιοδήποτε τόπο, αφού πρώτα εξασφαλιστεί σχετικό δικαστικό ένταλμα:

α. περιλαμβάνει πιο αυστηρές διατάξεις από εκείνες του άρθρου 25 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, το οποίο ρυθμίζει την έρευνα προσώπων και τόπων χωρίς δικαστικό ένταλμα, και ως διάταξη νεότερου και ειδικότερου νόμου υπερισχύει των διατάξεων του άρθρου αυτού και, ως εκ τούτου, με την έναρξη ισχύος του αναπεμφθέντος νόμου δεν παρέχεται η δυνατότητα στα μέλη της ΥΕΕ να εισέρχονται σε οποιοδήποτε τόπο, χωρίς δικαστικό ένταλμα, αν πιστεύουν ότι διαπράχθηκε ή πρόκειται να διαπραχθεί αδίκημα διαφθοράς·

β. καθιστά την παράγραφο (δ) του ίδιου εδαφίου ανενεργή και άνευ ουσίας, αφού η εν λόγω παράγραφος αναφέρεται σε μεταχείριση αντικειμένου που βρέθηκε χωρίς ένταλμα, κάτι που δεν προβλέπεται στην παράγραφο (γ) στην οποία παραπέμπει.

2. Ο τρίτος λόγος αναπομπής αναφέρεται στο άρθρο 6 του αναπεμφθέντος νόμου, το οποίο, όπως έχει διαμορφωθεί από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, παρέχει στην ΥΕΕ εξουσία, στο πλαίσιο της εκτέλεσης της αποστολής της, να διενεργεί επιχειρήσεις, έρευνες ή αιφνιδιαστικούς ελέγχους προς διαπίστωση του ενδεχομένου διάπραξης αδικήματος διαφθοράς από μέλη της αστυνομίας και ειδικότερα, αφού εξασφαλιστεί δικαστικό ένταλμα, να:

α. ζητεί την άρση του απορρήτου της ιδιωτικής τους επικοινωνίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προστασίας του Απόρρητου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμου,

β. διενεργεί σε αυτά αιφνιδιαστικούς ελέγχους ναρκοτέστ οποτεδήποτε,

γ. διενεργεί σε αυτά αιφνιδιαστικούς ελέγχους αλκοτέστ,

δ. μετέρχεται οποιεσδήποτε άλλες νόμιμες μεθόδους για σκοπούς συλλογής και αξιοποίησης μαρτυρικού υλικού.

Ειδικότερα ο τρίτος λόγος αναπομπής διαλαμβάνει ότι με την αφαίρεση της αναφοράς σε πρόληψη αδικημάτων διαφθοράς και την προσθήκη της ανάγκης εξασφάλισης δικαστικού εντάλματος επηρεάζονται όλες οι υποπαράγραφοι της εν λόγω διάταξης, αλλά και όλο το πνεύμα του άρθρου για τη διενέργεια ελέγχων με στόχο την πρόληψη αδικημάτων διαφθοράς, περιορίζοντας την εφαρμογή της σχετικής διάταξης στη διαπίστωση του ενδεχομένου διάπραξης αδικήματος διαφθοράς από μέλη της Αστυνομίας Κύπρου.

Στην επιστολή του Προέδρου της Δημοκρατίας αναφέρονται επίσης τα ακόλουθα:

α. Για την άρση του απορρήτου της ιδιωτικής τους επικοινωνίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προστασίας του Απόρρητου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμου, απαιτείται η εξασφάλιση δικαστικού εντάλματος δυνάμει των διατάξεων του νόμου αυτού.

β. Για τη διενέργεια ελέγχων αλκοτέστ και ναρκοτέστ δεν υπάρχει νομική υποχρέωση εξασφάλισης δικαστικού εντάλματος και αυτοί διενεργούνται από την αστυνομία σε οδηγούς οχημάτων σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία. Στην ίδια επιστολή περιλαμβάνεται εισήγηση για την περίληψη πρόνοιας με βάση την οποία η διενέργεια των ελέγχων αυτών στα μέλη της αστυνομίας να πραγματοποιείται κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έτσι ώστε να αντιμετωπιστούν οι προβληματισμοί της Βουλής των Αντιπροσώπων για τη δυνατότητα κατάχρησης της εξουσίας αυτής με τη διενέργεια ελέγχων ναρκοτέστ και αλκοτέστ καθ’ οποιονδήποτε χρόνο.

γ. Για την εξουσία της ΥΕΕ να μετέρχεται οποιεσδήποτε άλλες νόμιμες μεθόδους για σκοπούς συλλογής και αξιοποίησης μαρτυρικού υλικού αναφέρεται ότι, ακόμα και αν η έκδοση δικαστικού εντάλματος απαιτείται από οποιοδήποτε άλλο νόμο για την εφαρμογή των αναφερόμενων “νόμιμων μεθόδων”, θα απαιτείται επιπρόσθετα η έκδοση δικαστικού εντάλματος μόνο για τους σκοπούς του αναπεμφθέντος νόμου.

Επιπρόσθετα, ο τρίτος λόγος αναπομπής αναφέρεται στη διαγραφή από τη Βουλή των Αντιπροσώπων της πρόνοιας του νομοσχεδίου που επέτρεπε στην ΥΕΕ τη χρήση ειδικών τεχνικών μέσων καταγραφής ήχου και εικόνας για εξασφάλιση αποδεικτικών στοιχείων, θέτοντας τον προβληματισμό ότι, ως αποτέλεσμα της απουσίας τέτοιας πρόνοιας στον αναπεμφθέντα νόμο, πιθανό να μην επιτρέπεται στην ΥΕΕ να αξιοποιήσει μαρτυρικό υλικό προερχόμενο από κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης (CCTV).

Ειδικότερα, στην υπό αναφορά επιστολή αναφέρεται ότι υπάρχει το ενδεχόμενο, αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις του περί Προστασίας του Απόρρητου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμου, να μην είναι δυνατή η αξιοποίηση των στοιχείων, γιατί θα πρόκειται για παράνομα συλλεγείσα μαρτυρία, και υποβάλλεται εισήγηση για επαναφορά της σχετικής πρόνοιας, με την προσθήκη σε αυτή της αναγκαιότητας εξασφάλισης δικαστικού διατάγματος δυνάμει του πιο πάνω αναφερόμενου νόμου.

Επιπρόσθετα, η επιστολή διαλαμβάνει ότι με τις τροποποιήσεις που επέφερε η Βουλή των Αντιπροσώπων αφαιρέθηκε από τον αναπεμφθέντα νόμο το αρχικό του πνεύμα και ο σκοπός θέσπισής του, που είναι η πάταξη της διαφθοράς στην Αστυνομία Κύπρου, αφού αφαιρέθηκαν ουσιαστικές εξουσίες της ΥΕΕ. Σύμφωνα με την ίδια επιστολή, θα μπορούσε να λεχθεί ότι αυτό αποτελεί επέμβαση της Βουλής των Αντιπροσώπων στην εκτελεστική εξουσία, αφού επεμβαίνει στον τρόπο που επέλεξε η εκτελεστική εξουσία να ρυθμίσει το θέμα.

Ο λόγος αναπομπής του δεύτερου αναπεμφθέντος νόμου, όπως αυτός εκτίθεται στην επιστολή του Προέδρου της Δημοκρατίας προς τον Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων, ημερομηνίας 22 Δεκεμβρίου 2017, είναι ότι ο αναπεμφθείς νόμος περιέχει πρόνοιες με αναφορά στον πρώτο αναπεμφθέντα νόμο και επομένως καθίσταται αναγκαίο οι δύο νόμοι να εξεταστούν μαζί για τη λήψη σχετικής απόφασης.

Στα πλαίσια επανεξέτασης του όλου θέματος ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως αναφέρθηκε στους λόγους αναπομπής των αναπεμφθέντων νόμων, όπως αυτοί περιλαμβάνονται στις σχετικές επιστολές του Προέδρου της Δημοκρατίας, και έθεσε ενώπιον της επιτροπής τις ακόλουθες απόψεις:

1. Η αναπομπή του δεύτερου αναπεμφθέντος νόμου αποτελεί συνεπακόλουθη πράξη της αναπομπής του πρώτου αναπεμφθέντος νόμου, γιατί περιλαμβάνει αναφορές σε διατάξεις του πρώτου αναπεμφθέντος νόμου.

2. Ο κύριος λόγος της αναπομπής του πρώτου αναπεμφθέντος νόμου είναι ότι ο περιορισμός των αρμοδιοτήτων και των εξουσιών της ΥΕΕ, όπως αυτός προκύπτει από τις τροποποιήσεις που επέφερε στο κείμενο του νομοσχεδίου η Βουλή των Αντιπροσώπων πριν από την ψήφισή του σε νόμο, καθιστά δύσκολη την επίτευξη των στόχων της νομοθεσίας.

3. Τα άρθρα 5 και 6 του πρώτου αναπεμφθέντος νόμου, όπως έχουν διαμορφωθεί από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, περιορίζουν τις εξουσίες της ΥΕΕ σε βαθμό μεγαλύτερο από αυτόν που επιβάλλεται στις καθοριζόμενες βάσει της ποινικής δικονομίας εξουσίες της αστυνομίας να διερευνά οποιοδήποτε άλλο αδίκημα.

4. Δεν υφίσταται λόγος προστασίας δικαιωμάτων μελών της αστυνομίας, εφόσον δεν προστατεύονται, σε ανάλογη περίπτωση, βάσει της ποινικής δικονομίας, τα δικαιώματα άλλων πολιτών, λαμβάνοντας υπόψη μεταξύ άλλων ότι τα μέλη της αστυνομίας έχουν αυξημένη υποχρέωση έναντι της κοινωνίας και της δημόσιας τάξης να αποφεύγουν συμπεριφορές όπως αυτές που ελέγχονται δυνάμει του αναπεμφθέντος νόμου.

Η εκπρόσωπος της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας συμφώνησε με τις απόψεις του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως.

Κατά τη συζήτηση επί των λόγων αναπομπής του πρώτου αναπεμφθέντος νόμου μέλη της επιτροπής εξέφρασαν προβληματισμό αναφορικά με το ενδεχόμενο κατάχρησης των εξουσιών που παρέχονται με τα άρθρα 5 και 6 του αναπεμφθέντος νόμου στα μέλη της ΥΕΕ, ιδιαίτερα εφόσον οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται αναφορικά με τη διερεύνηση πράξεων εν δυνάμει διαφθοράς, οι οποίες δεν αποτελούν ποινικό αδίκημα.

Υπό το φως των πιο πάνω, η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Νομικών έκρινε σκόπιμο όπως όλες οι πλευρές της τοποθετηθούν επί των αναπομπών κατά τη συζήτησή τους στην ολομέλεια του σώματος.

2 Ιανουαρίου 2018