Κυπριακή Δημοκρατία Κυπριακή Δημοκρατία

Γενικά

Γενικά

Σε γενικές γραμμές η διαδικασία των ενταξιακών διαπραγματεύσεων στόχευε στην εναρμόνιση της εθνικής νομοθεσίας της κάθε υποψήφιας για ένταξη χώρας με το ευρωπαϊκό κεκτημένο και τη συνακόλουθη εφαρμογή του κεκτημένου αυτού. Ως εκ τούτου, σκοπός της διαπραγματευτικής αυτής διαδικασίας ήταν να επιτευχθούν συμφωνίες στις θεσμικές πτυχές της ένταξης και στις μεταβατικές διευθετήσεις αναφορικά με την υιοθέτηση του ευρωπαϊκού κεκτημένου από την κάθε υποψήφια χώρα.

Το ευρωπαϊκό κεκτημένο αποτελείται από πολλές χιλιάδες σελίδες νομικού περιεχομένου και συνεχώς μεταβάλλεται, βελτιώνεται και αυξάνεται, καθώς η Ε.Ε. όχι μόνο διευρύνεται ποσοτικά αλλά και μεταβάλλεται θεσμικά.

Συγκεκριμένα, το κεκτημένο αποτελείται από:

  • Το περιεχόμενο, τις αρχές και τους πολιτικούς στόχους των Συνθηκών,
  • Τη νομοθεσία που υιοθετήθηκε σύμφωνα με τις Συνθήκες και τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
  • Τις δηλώσεις και τα ψηφίσματα που υιοθετούνται στα πλαίσια της Ένωσης,
  • Τις κοινές δράσεις, κοινές θέσεις, διακηρύξεις, συμπεράσματα και άλλες πράξεις εντός του πλαισίου της κοινής εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας,
  • Τις συμβάσεις που υπογράφονται, τα ψηφίσματα, τις δηλώσεις και άλλες πράξεις που συμφωνούνται στο πλαίσιο της συνεργασίας σε θέματα δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων, και
  • Τις διεθνείς συμφωνίες που συνάπτει η Ε.Ε. και αυτές που συνάπτουν τα κράτη μεταξύ τους αναφορικά με τις δραστηριότητες της Ένωσης.

Η ενταξιακή διαδικασία των υποψήφιων για ένταξη χωρών αποτελείται από δύο φάσεις, την «αναλυτική εξέταση του ευρωπαϊκού κεκτημένου» και τις «ουσιαστικές διαπραγματεύσεις». Η αναλυτική εξέταση του κεκτημένου (acquis screening) αναφέρεται στη λεπτομερειακή εξέταση του βαθμού στον οποίο το σύνολο των νόμων, κανονισμών, θεσμών και διαδικασιών της υποψήφιας χώρας είναι εναρμονισμένο με εκείνο της Ε.Ε, ενώ οι ουσιαστικές διαπραγματεύσεις αναφέρονται στη διαπραγμάτευση των μεταβατικών διευθετήσεων ή εξαιρέσεων.

Η Κύπρος είχε επιλέξει, για σκοπούς προγραμματισμού και σχεδιασμού, την 1η Ιανουαρίου 2003 ως την υποθετική ημέρα ένταξής της στην Ένωση. Η πραγματική ημερομηνία της ένταξης, όμως, αναμενόταν να εξαρτηθεί από την πρόοδο που θα επιτυγχανόταν από την κάθε υποψήφια χώρα και τη λύση των θεσμικών κυρίως προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Ένωση.

Για τους σκοπούς των διαπραγματεύσεων το κοινοτικό κεκτημένο διαιρέθηκε σε 29 κεφάλαια, ενώ η εξέταση άλλων δύο κεφαλαίων («θεσμικά όργανα» και «άλλα») θα πραγματοποιείτο σε μεταγενέστερο στάδιο για όλες τις υποψήφιες για ένταξη χώρες.