Κυπριακή Δημοκρατία Κυπριακή Δημοκρατία

Συνοπτική παρουσίαση των σχέσεων Κύπρου – Ευρωπαϊκής Ένωσης

Συνοπτική παρουσίαση των σχέσεων Κύπρου – Ευρωπαϊκής Ένωσης

Οι σχέσεις της Κύπρου με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, και ακολούθως με την Ευρωπαϊκή Ένωση (E.E.), άρχισαν να αναπτύσσονται από το 1972 με την υπογραφή της Συμφωνίας Σύνδεσης. Η συμφωνία, η οποία τέθηκε σε ισχύ τον Ιούνιο του 1973, προνοούσε την εγκαθίδρυση τελωνειακής ένωσης σε δύο στάδια. Ακολούθησε η υπογραφή του Πρωτοκόλλου Τελωνειακής Ένωσης το 1987, το οποίο προνοούσε την εφαρμογή του δεύτερου σταδίου της Συμφωνίας Σύνδεσης και τη συμπλήρωση της τελωνειακής ένωσης σε δύο φάσεις.

Σημαντικός σταθμός στις σχέσεις Κύπρου - Ε.Ε. αποτέλεσε η υποβολή, από πλευράς της Κυπριακής Δημοκρατίας, αίτησης ένταξης στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Η αίτηση υποβλήθηκε επίσημα στις 4 Ιουλίου 1990 στον τότε Υπουργό Εξωτερικών της Ιταλίας, η οποία ασκούσε την περίοδο εκείνη την Προεδρία του Συμβουλίου της Ε.Ε.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στη γνωμοδότησή της για την αίτηση ένταξης της Κύπρου που εκδόθηκε στις 30 Ιουνίου 1993 και εγκρίθηκε από το Συμβούλιο στις 17 Οκτωβρίου 1993, έκρινε την Κύπρο επιλέξιμη για ένταξη και εν αναμονή προόδου στο πολιτικό πρόβλημα επιβεβαίωνε ότι η κοινότητα ήταν έτοιμη να αρχίσει διαδικασία με την Κύπρο που θα οδηγούσε στην τελική της ένταξη.

Ως εκ τούτου, το Νοέμβριο του 1993 άρχισαν ουσιαστικές συνομιλίες μεταξύ της κυβέρνησης της Κύπρου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με σκοπό την κατάλληλη προετοιμασία της Κύπρου για τις μελλοντικές ενταξιακές διαπραγματεύσεις. Οι ουσιαστικές συνομιλίες μεταξύ της Κύπρου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ολοκληρώθηκαν το 1995.

Στις 6 Μαρτίου 1995, το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων επαναβεβαίωσε την επιλεξιμότητα της Κύπρου για ένταξη στην Ε.Ε. και υπογράμμισε ότι οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις θα άρχιζαν έξι μήνες μετά τη λήξη της Διακυβερνητικής Διάσκεψης του 1996, λαμβάνοντας υπόψη τα συμπεράσματά της.

Στις 12 Ιουνίου 1995, το Συμβούλιο Σύνδεσης Ε.Ε. - Κύπρου υιοθέτησε ένα κοινό ψήφισμα που αφορούσε την προενταξιακή στρατηγική της Κύπρου, περιλαμβανομένης της εγκαθίδρυσης ενός διαρθρωμένου διαλόγου μεταξύ των δύο πλευρών. Οι ακριβείς διευθετήσεις για το διαρθρωμένο διάλογο υιοθετήθηκαν από την Ε.Ε. στις 17 Ιουλίου 1995.

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κέρκυρας τον Ιούνιο του 1994 και του Έσσεν το Δεκέμβριο του 1994 επιβεβαίωσαν ότι ο επόμενος γύρος της διεύρυνσης της Ένωσης θα περιλαμβάνει την Κύπρο και τη Μάλτα.

Στη βάση των προτάσεων της Επιτροπής για τη διεύρυνση που περιλαμβάνονταν στο έγγραφό της «Ατζέντα 2000» και λαμβάνοντας υπόψη την επιτυχή κατάληξη της Διακυβερνητικής Διάσκεψης, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λουξεμβούργου, που πραγματοποιήθηκε το Δεκέμβριο του 1997, αποφάσισε να εγκαινιάσει μια συνολική διαδικασία διεύρυνσης στις 30 Μαρτίου 1998 με τις δέκα αιτήτριες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και την Κύπρο. Η διαδικασία αυτή θα περιλάμβανε επίσης μια διευρυμένη προενταξιακή στρατηγική και ειδική προενταξιακή βοήθεια για τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, καθώς και ειδική προενταξιακή στρατηγική για την Κύπρο.

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λουξεμβούργου, υιοθετώντας επίσης σχετική πρόταση της Επιτροπής, αποφάσισε να συγκαλέσει διμερείς διακυβερνητικές διασκέψεις την Άνοιξη του 1998 για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Κύπρο, την Ουγγαρία, την Πολωνία, την Τσεχία, την Εσθονία και την Πολωνία. Οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Ε.Ε. με τις χώρες αυτές άρχισαν στις 31 Μαρτίου 1998.

Σημειώνεται ότι στις 12 Μαρτίου 1998, κατά τη διάρκεια της πρώτης συνάντησης της Ευρωπαϊκής Διάσκεψης στο επίπεδο αρχηγών κρατών, ο τότε Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Γλαύκος Κληρίδης παρουσίασε στην Προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου επίσημη πρότασή του η οποία προσκαλούσε τους Τουρκοκυπρίους να ορίσουν εκπροσώπους που θα συμμετείχαν ως πλήρη μέλη της διαπραγματευτικής αντιπροσωπίας για την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. Αν και η πρόταση αυτή καλωσορίστηκε από την Ε.Ε. και τις χώρες-μέλη της, εντούτοις δεν έγινε αποδεκτή από την Τουρκοκυπριακή ηγεσία.

Οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ε.Ε. και της Κύπρου καθώς και μεταξύ της Ε.Ε. και άλλων εννέα υποψηφίων χωρών (των υπολοίπων χωρών που συμμετείχαν στη διαδικασία της διεύρυνσης εκτός της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας) ολοκληρώθηκαν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κοπεγχάγης που πραγματοποιήθηκε στις 12 και 13 Δεκεμβρίου 2002. Συνεπακόλουθο ήταν η πολύ σημαντική απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Κοπεγχάγης για την ένταξη της Κύπρου και των άλλων εννέα υποψηφίων χωρών την 1η Μαΐου 2004.

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι, στις 11 Δεκεμβρίου του 1999, ήταν μεγάλης πολιτικής σημασίας για την Κυπριακή Δημοκρατία. Ειδικότερα, στην παράγραφο 9 (β) του κειμένου των συμπερασμάτων του εν λόγω Συμβουλίου τονίστηκε ότι η επίλυση του κυπριακού προβλήματος δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. 

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που συνήλθε στη Νίκαια στις 7 – 9 Δεκεμβρίου του 2000, επιβεβαίωσε εκ νέου την ιστορική διάσταση της διαδικασίας διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, το Συμβούλιο της Νίκαιας καθόρισε την εκπροσώπηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως και των άλλων υποψηφίων υπό ένταξη χωρών, στα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με την απόφαση του εν λόγω Συμβουλίου για τη στάθμιση ψήφων, η Κύπρος διαθέτει τέσσερις (4) ψήφους στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και αντιπροσωπεύεται από έξι (6) ευρωβουλευτές στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και ένα (1) Επίτροπο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. 

Οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ε.Ε. και της Κύπρου καθώς και μεταξύ της Ε.Ε. και άλλων εννέα υποψηφίων χωρών (των υπολοίπων χωρών που συμμετείχαν στη διαδικασία της διεύρυνσης εκτός της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας) ολοκληρώθηκαν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κοπεγχάγης που πραγματοποιήθηκε στις 12 και 13 Δεκεμβρίου 2002. 

Στις 9 Απριλίου του 2003, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έδωσε τη σύμφωνη γνώμη του για τη Συνθήκη Προσχώρησης των νέων δέκα χωρών μελών. Στη συνέχεια, στις 16 Απριλίου του 2003, υπογράφτηκε η εν λόγω Συνθήκη στη Στοά του Αττάλου κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ακολούθως, στις 22 Ιουνίου 2003, η Κύπρος συμμετείχε ως ισότιμο μέλος στο Συμβούλιο της Θεσσαλονίκης. Τέλος, στις 14 Ιουλίου του ιδίου έτους η Βουλή των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας επικύρωσε τη Συνθήκη Προσχώρησης.

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω η Κυπριακή Δημοκρατία εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Μαΐου 2004.