Κυπριακή Δημοκρατία Κυπριακή Δημοκρατία

Έκθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών και Προϋπολογισμού για τον αναπεμφθέντα νόμο «Ο περί της Αναστολής των Διαδικασιών Εκποίησης Ενυπόθηκων Ακινήτων (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος του 2019»

Παρόντες:      

  • Άγγελος Βότσης, πρόεδρος                        
  • Μαρίνος Μουσιούττας                                  
  • Αβέρωφ Νεοφύτου                                       
  • Μάριος Μαυρίδης                                          
  • Ονούφριος Κουλλά                                       
  • Στέφανος Στεφάνου                                      
  • Άριστος Δαμιανού
  •  Αντρέας Καυκαλιάς
  • Μαρίνος Σιζόπουλος
  • Γιώργος Λιλλήκας
  • Μιχάλης Γιωργάλλας
  • Γιώργος Περδίκης
  • Άννα Θεολόγου

 

         Η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών και Προϋπολογισμού σε συνεδρία της, που πραγματοποιήθηκε στις 29 Ιουλίου 2019, επανεξέτασε τον πιο πάνω νόμο, ο οποίος ψηφίστηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων στις 12 Ιουλίου 2019 και αναπέμφθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στις 19 Ιουλίου 2019 κατ’ επίκληση του άρθρου 51.1 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Στη συνεδρία της επιτροπής κλήθηκαν και παρευρέθηκαν εκπρόσωποι του Υπουργείου Οικονομικών, της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας και της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου.

          Όπως είναι γνωστό, με τον αναπεμφθέντα νόμο σκοπείται η θέσπιση νομοθεσίας, με την οποία να αναστέλλονται προσωρινά οι διαδικασίες έναρξης και/ή συνέχισης διαδικασιών εκποίησης ακινήτων που αποτελούν κύρια κατοικία προς ικανοποίηση δανειακής διευκόλυνσης προς οφειλέτη ο οποίος δυνητικά αποτελεί επιλέξιμο δανειολήπτη προς ένταξη στο σχέδιο «Εστία».

          Οι λόγοι της αναπομπής όπως αυτοί αναφέρονται στην επιστολή του Προέδρου της Δημοκρατίας προς τον Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων ημερομηνίας 19 Ιουλίου 2019 είναι αυτολεξεί οι ακόλουθοι:

          «Καταρχήν, σημειώνω ότι το σχέδιο ΕΣΤΙΑ είναι προαιρετικό σχέδιο και οι πρόνοιές του είναι εφαρμοστέες για τις τράπεζες και εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων που θα επιλέξουν συμμετοχή.  Ο προαναφερόμενος Νόμος καθιστά την αναστολή των εκποιήσεων υποχρεωτική για όλες τις τράπεζες και εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων. Σημειώνεται ότι, με βάση το υφιστάμενο πλαίσιο, αναστολή εκποίησης μπορεί να γίνει είτε από τον ενυπόθηκο δανειστή είτε με Διάταγμα του Δικαστηρίου.

          Επιπρόσθετα, σημειώνω ότι οι ενυπόθηκες εξασφαλίσεις αποτελούν μέρος μιας δανειακής σύμβασης και διασφαλίζουν τον ενυπόθηκο δανειστή, σε περίπτωση κατά την οποία ο οφειλέτης αδυνατεί να ανταποκριθεί στο συμφωνημένο και από τις δύο πλευρές σχέδιο αποπληρωμής.  Αναπόφευκτα αυτό συνεπάγεται νομοτελειακά την εκτέλεση της εξασφάλισης της δανειακής σύμβασης.

          Ο προαναφερόμενος Νόμος επεμβαίνει στους όρους της σύμβασης, θέτει εκ των υστέρων προϋποθέσεις και ουσιαστικά παρεμποδίζει την ενάσκηση των δικαιωμάτων που δημιουργούνται δυνάμει υφιστάμενης σύμβασης».

          Σημειώνεται ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας με δεύτερη επιστολή του ημερομηνίας 23 Ιουλίου 2019 παρέθεσε πρόσθετους λόγους αναπομπής, οι οποίοι είναι αυτολεξεί οι ακόλουθοι:

          «2.1. Με το άρθρο 3 του αναπεμπόμενου νόμου προβλέπεται η αναστολή της διαδικασίας εκποίησης ενυπόθηκου ακινήτου που αποτελεί κύρια κατοικία, προς ικανοποίηση ενυπόθηκης απαίτησης που προκύπτει από υπερημερία του οφειλέτη/δανειολήπτη, δυνάμει των διατάξεων του Μέρους VIA του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2014.

          2.2. Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια της περιόδου αναστολής, η οποία λογίζεται ότι αρχίζει από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του αναπεμπόμενου νόμου και λήγει την 1η Οκτωβρίου 2019, καμία διαδικασία εκποίησης ενυπόθηκου ακινήτου που αποτελεί κύρια κατοικία, όπως προαναφέρεται, της οποίας ο οφειλέτης δυνητικά πληροί τα κριτήρια προς ένταξη στο Σχέδιο Εστία, όπως αυτά καθορίζονται στο εν λόγω Σχέδιο δύναται να αρχίζει και κάθε τέτοια εν εξελίξει διαδικασία διακόπτεται. 

          2.3. Είναι πρόδηλο ότι το εν λόγω άρθρο 3 του αναπεμπόμενου νόμου επεμβαίνει στους όρους της σύμβασης, θέτει εκ των υστέρων προϋποθέσεις και ουσιαστικά παρεμποδίζει την ενάσκηση των δικαιωμάτων που δημιουργούνται δυνάμει υφιστάμενης σύμβασης.

          2.4. Συγκεκριμένα με το εν λόγω άρθρο ουσιαστικά παραβιάζεται και/ή παρεμποδίζεται το αγώγιμο δικαίωμα του ενυπόθηκου δανειστή έναντι του ενυπόθηκου οφειλέτη να διεκδικήσει το οφειλόμενο προς αυτόν χρέος και/ή τα συμβατικά αυτού δικαιώματα, τα οποία συνιστούν ιδιοκτησία που προστατεύεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος.

          2.5. Ως εκ τούτου το άρθρο 3 του αναπεμπόμενου νόμου παραβιάζει το Άρθρο 23 του Συντάγματος, επειδή περιορίζει κατά τρόπο ασύμβατο με το άρθρο αυτό και/ή επειδή απαλλοτριώνει το δικαίωμα του ενυπόθηκου δανειστή να διεκδικήσει  με άλλους νόμιμους τρόπους την ικανοποίηση του οφειλόμενου προς αυτόν χρέους και/ή των συμβατικών του δικαιωμάτων, που συνιστούν ιδιοκτησία που προστατεύεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος.

          2.6. Περαιτέρω, το άρθρο 3 του υπό αναπεμπόμενου Νόμου παραβιάζει το Άρθρο 25 του Συντάγματος, αφού με την αναστολή της διαδικασίας εκποίησης προς ικανοποίηση ενυπόθηκου δανειστή, βασικά καταργείται το δικαίωμα διεκδίκησης των οφειλομένων, σύμφωνα με τη σύμβαση δανείου, γεγονός που συνιστά δραστικό περιορισμό του δικαιώματος του ενυπόθηκου δανειστή να ασκεί επικερδή εργασία.

          Αυτή δε η κατάργηση του δικαιώματος του ενυπόθηκου δανειστή δε δικαιολογείται από τους προβλεπόμενους στην παράγραφο 2 του Άρθρου 25 του Συντάγματος λόγους. 

          2.7. Περαιτέρω, το δικαίωμα που κατοχυρώνεται με το Άρθρο 25 του Συντάγματος συναρτάται και με το δικαίωμα που κατοχυρώνει την ελευθερία του συμβάλλεσθαι (Άρθρο 26 του Συντάγματος) στο ότι ο ενυπόθηκος δανειστής έχει προσχωρήσει στη σύμβαση δανείου με τον ενυπόθηκο οφειλέτη ελευθέρως, διαμορφώνοντας το περιεχόμενο της σύμβασης δανείου που προέβλεπε για την πλήρη εξόφληση του χρέους.

          2.8. Το δικαίωμα άσκησης επικερδούς εργασίας προϋποθέτει ότι ο καθένας μπορεί να ασκεί και να ρυθμίζει την εργασία του με τέτοιο τρόπο που ο ίδιος θεωρεί ότι θα του αποφέρει κέρδος μέσα στα πλαίσια του νόμου.

          2.9. Οι περιορισμοί που τίθενται με το άρθρο 3 του αναπεμπόμενου νόμου πλήττουν τον πυρήνα του δικαιώματος που κατοχυρώνει το Άρθρο 25.1 και τείνουν να εξουδετερώσουν την ελευθερία του ενυπόθηκου δανειστή να ρυθμίζει την εργασία του με τέτοιο τρόπο που ο ίδιος θεωρεί ότι θα του αποφέρει κέρδος.

          2.10. Επιπρόσθετα, το άρθρο 3 του αναπεμπόμενου νόμου κρίνεται ως ασύμβατο με τις διατάξεις του Άρθρου 26 του Συντάγματος, το οποίο εγγυάται και κατοχυρώνει το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι ελευθέρως, το οποίο προστατεύεται έναντι πάντων και περιλαμβάνει και το δικαίωμα επιλογής του αντισυμβαλλόμενου, προσχώρησης ή μη σε σύμβαση και διαμόρφωσης του περιεχομένου της.  Κανένας περιορισμός του δικαιώματος αυτού δεν επιτρέπεται, εκτός εάν συνάδει με τις γενικές αρχές του Δικαίου των Συμβάσεων.  Η προτεινόμενη αναστολή της διαδικασίας εκποίησης πρώτης κατοικίας επεμβαίνει και/ή τροποποιεί και/ή καταργεί, εκ των υστέρων τους όρους της σύμβασης δανείου, και/ή υποθήκης και/ή εγγυήσεως και/ή οποιασδήποτε άλλης συμφωνίας εξασφάλισης του ενυπόθηκου χρέους η οποία ρητά προέβλεπε για εξασφαλίσεις και/ή εγγυήσεις του χρέους που συμφωνήθηκαν ή προνοείτο η δυνατότητα να συμφωνηθούν από τα συμβαλλόμενα μέρη. 

          2.11. Το άρθρο 3 του αναπεμπόμενου νόμου κρίνεται ως ασύμβατο με τις διατάξεις του Άρθρου 28 του Συντάγματος, το οποίο καθιερώνει την Αρχή της Ισότητας και την επιβολή ίσης μεταχείρισης πάντων από τους νόμους, τη διοίκηση και τη δικαιοσύνη.

          2.12. Ειδικότερα το εν λόγω άρθρο 3 βρίσκεται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνο προς το γράμμα και το πνεύμα του Άρθρου 28 του Συντάγματος, καθότι δημιουργεί διάκριση  μεταξύ των επηρεαζομένων δυνάμει του νόμου ενυπόθηκων οφειλετών έναντι άλλων οφειλετών, απαλλάσσοντας μόνο τους ενυπόθηκους οφειλέτες που επηρεάζονται, των οποίων το ακίνητο πωλείται με διαδικασία πώλησης κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Μέρους VIA του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2014, και όχι με βάση οποιοδήποτε άλλο Μέρος του Νόμου αυτού ή κατόπιν δικαστικού διατάγματος. 

          2.13. Επιπρόσθετα, το εν λόγω άρθρο 3 βρίσκεται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνο προς το γράμμα και το πνεύμα του Άρθρου 28 του Συντάγματος, καθότι δημιουργεί διάκριση μεταξύ των επηρεαζόμενων δυνάμει του Νόμου ενυπόθηκων οφειλετών έναντι άλλων οφειλετών, απαλλάσσοντας μόνον τους ενυπόθηκους οφειλέτες που επηρεάζονται, ήτοι τους οφειλέτες που δυνητικά πληρούν τα κριτήρια προς ένταξη στο Σχέδιο Εστία, αναφορικά με καθορισμένη στον εν λόγω νόμο πιστωτική διευκόλυνση εξασφαλισμένη με εμπράγματο βάρος επί ακινήτου συνιστώντος κύρια κατοικία.

          2.14. Έτι περαιτέρω, το εν λόγω άρθρο 3 βρίσκεται σε ασυμφωνία και/ή αντίθεση με το Άρθρο 30 του Συντάγματος, εφόσον εξουδετερώνει και/ή διαγράφει το συνταγματικό αυτό δικαίωμα του ενυπόθηκου δανειστή να προσφύγει στη δικαιοσύνη εναντίον του ενυπόθηκου οφειλέτη και οποιουδήποτε άλλου προσώπου δυνάμει της σύμβασης δανείου και/ή σύμβασης υποθήκης και/ή σύμβασης εγγύησης, για σκοπούς είσπραξης του ενυπόθηκου χρέους. 

          2.15. Τέλος, ο εν λόγω αναπεμπόμενος νόμος κρίνεται ότι συνιστά αθέμιτη επέμβαση στο πεδίο δράσης της Εκτελεστικής Εξουσίας και, ως εκ τούτου, συνιστά παραβίαση της Aρχής της Διάκρισης των Εξουσιών, η οποία απαγορεύει και αποκλείει την άσκηση ή την ανάληψη εξουσίας έξω από τη σφαίρα των αρμοδιοτήτων της κάθε μιας από τις τρεις Εξουσίες της Πολιτείας.

          2.16. Ειδικότερα, με τον εν λόγω νόμο ουσιαστικά αναστέλλεται η διαδικασία εκποίησης που προβλέπεται από άλλον νόμο, ήτοι το Μέρους VIA του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2014, ο οποίος είχε απώτερο σκοπό την μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και αποτελούσε μνημονιακή υποχρέωση.».

          Υπό το φως των πιο πάνω, η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών και Προϋπολογισμού, αφού έλαβε υπόψη όλα όσα τέθηκαν ενώπιόν της, επιφυλάχθηκε να τοποθετηθεί επί της αναπομπής του Προέδρου της Δημοκρατίας κατά τη συζήτηση στην ολομέλεια του σώματος.

         
         
29 Ιουλίου 2019