Κυπριακή Δημοκρατία Κυπριακή Δημοκρατία

Έκθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων για τον αναπεμφθέντα νόμο «Ο περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Τροποποιητικός) Νόμος του 2019»

Παρόντες:     

  • Αντρέας Φακοντής, πρόεδρος                    
  • Σκεύη Κούτρα Κουκουμά                            
  • Ευανθία Σάββα                                              
  • Μάριος Μαυρίδης                                          
  • Ελένη Σταύρου, εκπροσωπώντας τον κ. Ανδρέα Κυπριανού
  • Μαριέλλα Αριστείδου
  • Μαρίνος Μουσιούττας
  • Χαράλαμπος Πιττοκοπίτης
  • Ηλίας Μυριάνθους
  • Λίνος Παπαγιάννης

 

          Η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων επανεξέτασε σε συνεδρία της, που πραγματοποιήθηκε στις 29 Ιουλίου 2019, τον πιο πάνω νόμο, τον οποίο ψήφισε η Βουλή των Αντιπροσώπων στις 5 Ιουλίου 2019 και ο οποίος αναπέμφθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κατ’ επίκληση του άρθρου 51.1 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Στη συνεδρίαση αυτή κλήθηκαν και παρευρέθηκαν ενώπιον της επιτροπής η Υπουργός Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και εκπρόσωπος της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας.

          Όπως είναι γνωστό, με το σχετικό νομοσχέδιο που κατατέθηκε στη Βουλή, πριν από την ψήφιση του αναπεμφθέντος νόμου, εσκοπείτο η τροποποίηση του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, ώστε η προβλεπόμενη στον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο σύνταξη χηρείας να καταβάλλεται χωρίς διακρίσεις και επί ίσοις όροις σε δικαιούχους άντρες και γυναίκες, εξορθολογίζοντας με τον τρόπο αυτό μία σαφώς αντισυνταγματική διάταξη που ίσχυε όλα τα προηγούμενα χρόνια.

          Υπενθυμίζεται ότι κατά την ψήφιση του πιο πάνω νομοσχεδίου σε νόμο από την ολομέλεια του σώματος η Βουλή υιοθέτησε σχετική τροπολογία που υποβλήθηκε ενώπιόν της διαφοροποιώντας το αρχικό νομοσχέδιο, έτσι ώστε να διαγραφούν από αυτό όλες οι πρόνοιες που προέβλεπαν τη σταδιακή αύξηση των εισφορών επί των ασφαλιστέων αποδοχών οι οποίες καταβάλλονται στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

          Οι λόγοι της αναπομπής του υπό αναφορά νόμου, όπως αυτοί αναφέρονται στην επιστολή του Προέδρου της Δημοκρατίας προς τον Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων, ημερομηνίας 19 Ιουλίου 2019, οι οποίοι παρατίθενται αυτούσιοι και κατά το δυνατό αυτολεξεί, είναι οι ακόλουθοι:

«41.-(1) Χήρα, η οποία κατά το χρόνο του θανάτου του συζύγου της συζούσε με αυτόν ή συντηρούνταν από τον αποβιώσαντα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο, δικαιούται σύνταξη χηρείας, εάν –

(α) στην περίπτωσή της ικανοποιούνται οι σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις και ο σύζυγός της δεν είχε συμπληρώσει τη συντάξιμη ηλικία, ή

(β) ο σύζυγός της είχε συμπληρώσει τη συντάξιμη ηλικία και ήταν δικαιούχος θεσμοθετημένης σύνταξης ή θα δικαιούτο θεσμοθετημένη σύνταξη, εάν είχε υποβάλει τη σχετική αίτηση.

(2) Χήρος, ο οποίος, κατά τον χρόνο του θανάτου της συζύγου του, ήταν μόνιμα ανίκανος για αυτοσυντήρηση και συντηρούνταν από την αποβιώσασα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο, δικαιούται σύνταξη χηρείας, εάν –

(α) στην περίπτωσή του ικανοποιούνται οι σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις και η σύζυγός του δεν είχε συμπληρώσει τη συντάξιμη ηλικία, ή

(β) η σύζυγός του είχε συμπληρώσει τη συντάξιμη ηλικία και ήταν δικαιούχος θεσμοθετημένης σύνταξης ή θα δικαιούτο θεσμοθετημένη σύνταξη, εάν είχε υποβάλει τη σχετική αίτηση.

(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), η σύνταξη χηρείας καταβάλλεται εφ’ όρου ζωής.

(4) Χήρα ή χήρος που συνέρχεται σε γάμο εκ νέου, παύει να δικαιούται σύνταξη χηρείας, δικαιούται όμως εφάπαξ ποσό, ίσο με το ετήσιο ποσό της σύνταξης χηρείας την οποία λάμβανε κατά τη σύναψη του νέου γάμου, με εξαίρεση οποιαδήποτε αύξηση που λάμβανε για εξαρτωμένους.

(5) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2), στην περίπτωση που ο/η αποβιώσας/σα έχει τελέσει το γάμο μετά τη συμπλήρωση της συντάξιμης ηλικίας, η/ο χήρα/ος δεν δικαιούται σύνταξη χηρείας, εάν δεν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε (5) ετών από την ημερομηνία του γάμου μέχρι την ημερομηνία του θανάτου».

2.2  Η τροποποίηση αφορά την αντικατάσταση του  εδαφίου  (1) και κατάργηση του εδαφίου (2). Το εδάφιο (1) τώρα προβλέπει τα εξής:

 «-(1) Χήρα η οποία κατά τον χρόνο του θανάτου του συζύγου της ή χήρος ο οποίος κατά τον χρόνο του θανάτου της συζύγου του, ο οποίος ή η οποία απεβίωσε κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2018, συζούσε με αυτόν ή αυτήν ή συντηρούνταν από τον/ην αποβιώσαντα/σα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο, δικαιούται σύνταξη χηρείας, εάν –

(α) ικανοποιούνται οι σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις και ο/η σύζυγος της/ου δεν είχε συμπληρώσει τη συντάξιμη ηλικία, ή

 (β) ο/η σύζυγός της/ου είχε συμπληρώσει τη συντάξιμη ηλικία και ήταν δικαιούχος σύνταξης γήρατος ή θα δικαιούτο σύνταξη γήρατος, εάν είχε υποβάλει τη σχετική αίτηση.».

2.3 Περαιτέρω, διαγράφεται το εδάφιο (2).

2.4 Περαιτέρω το εδάφιο (4) αντικαθίσταται με το ακόλουθο  νέο εδάφιο:

 «(4) Χήρα ή χήρος που συνέρχεται σε γάμο εκ νέου ή συνάπτει πολιτική συμβίωση παύει να δικαιούται σύνταξη χηρείας.», και

2.5 Επίσης  γίνεται αναρίθμηση των εδαφίων (3), (4) και (5) σε (2), (3) και (4), αντίστοιχα.

2.6 Με το αρχικό νομοσχέδιο που εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο ακριβώς για να αντιμετωπιστεί το θέμα της συνταγματικότητας του Νόμου που προέκυπτε  με την  άνιση μεταχείριση  της γυναίκας με τον άντρα στο δικαίωμα χηρείας, για να είναι δυνατή η αντιμετώπιση των νέων δικαιούχων που θα προκύψουν και παράλληλα να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του Ταμείου  Κοινωνικών Ασφαλίσεων, προβλέφθηκε επίσης η αναγκαία αύξηση των εισφορών για κάθε κατηγορία εργαζομένων, μεταξύ των ετών 2024-2039, ώστε να καλυφθεί το επιπλέον κόστος για το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων λόγω των αλλαγών και να διατηρηθεί και διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμηβιωσιμότητα του. Αυτό έγινε  βάσει των αποτελεσμάτων ειδικής για το θέμα αναλογιστικής μελέτης που είχε διενεργηθεί κατά τον καταρτισμό του νομοσχεδίου και κατά τη συζήτησή του στο Συμβούλιο Κοινωνικών  Ασφαλίσεων με τους Κοινωνικούς Εταίρους. Στο νομοσχέδιο περιλήφθηκαν διατάξεις  που προνοούσαν ότι, σε περίπτωση που νέα αναλογιστική μελέτη η οποία θα διεξαχθεί πριν από την εφαρμογή των αυξημένων ποσοστών  καταδείξει ότι με ή χωρίς τη λήψη οποιωνδήποτε μέτρων δεν είναι αναγκαία τα αυξημένα ποσοστά  ή είναι αναγκαία μειωμένα ποσοστά, θα εφαρμόζονται τα ποσοστά  τα οποία θα  καταδείξει η υπό αναφορά αναλογιστική μελέτη, χωρίς σε καμία περίπτωση τα εν λόγω ποσοστά να είναι χαμηλότερα από αυτά που ίσχυαν πριν από την προτεινόμενή τροποποίηση.

2.7 Τα  σχετικά άρθρα του αρχικού  νομοσχεδίου  που εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο έχουν ως ακολούθως:

«2. Το άρθρο 5 του βασικού νόμου τροποποιείται ως ακολούθως:

(α) Με την αντικατάσταση των παραγράφων (στ) μέχρι (θ) του εδαφίου (1) αυτού με τις ακόλουθες νέες παραγράφους (στ) μέχρι (θ), αντίστοιχα:

«(στ) 23,1%, από το οποίο 8,9% καταβάλλεται από τον μισθωτό, 8,9% από τον εργοδότη και 5,3% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1η  Ιανουαρίου 2024,

(ζ) 24,7%, από το οποίο 9,5% καταβάλλεται από τον μισθωτό, 9,5% από τον εργοδότη και 5,7% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1η  Ιανουαρίου 2029,

(η) 26,4%, από το οποίο 10,2% καταβάλλεται από τον μισθωτό, 10,2% από τον εργοδότη και 6% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1η  Ιανουαρίου 2034,

(θ) 27,7%, από το οποίο 10,7% καταβάλλεται από τον μισθωτό, 10,7% από τον εργοδότη και 6,3% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1η  Ιανουαρίου 2039.» και

(β) με την αντικατάσταση των παραγράφων (στ) μέχρι (θ) του εδαφίου (2) αυτού με τις ακόλουθες νέες παραγράφους (στ) μέχρι (θ), αντίστοιχα:

«(στ) 23,1%, από το οποίο 4,55% καταβάλλεται από τον μισθωτό, 13,25% από τον εργοδότη και 5,3% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1η  Ιανουαρίου 2024,

(ζ) 24,7%, από το οποίο 4,9% καταβάλλεται από τον μισθωτό, 14,1% από τον εργοδότη και 5,7% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1η  Ιανουαρίου 2029,

(η) 26,4%, από το οποίο 5,35% καταβάλλεται από τον μισθωτό, 15,05% από τον εργοδότη και 6% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2034,

(θ) 27,7%, από το οποίο 5,6% καταβάλλεται από τον μισθωτό, 15,8% από τον εργοδότη και 6,3% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2039.».

3.      Το άρθρο 6 του βασικού νόμου τροποποιείται με την αντικατάσταση των παραγράφων (στ) μέχρι (θ) με τις ακόλουθες νέες παραγράφους (στ) μέχρι (θ), αντίστοιχα:

«(στ) με 4,45% των ασφαλιστέων αποδοχών του, για την περίοδο από την 1η  Ιανουαρίου 2024 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2028,

(ζ) με 4,8% των ασφαλιστέων αποδοχών του, για την περίοδο από την 1η  Ιανουαρίου 2029 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2033,

(η) με 5,25% των ασφαλιστέων αποδοχών του, για την περίοδο από την 1η  Ιανουαρίου 2034 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2038,

(θ) με 5,5% των ασφαλιστέων αποδοχών του, για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2039.».

4.      Το άρθρο 12 του βασικού νόμου τροποποιείται με την αντικατάσταση των παραγράφων (ζ) μέχρι (ι) με τις ακόλουθες νέες παραγράφους (ζ) μέχρι (ι), αντίστοιχα:

«(ζ) 22,1%, από το οποίο 16,8% καταβάλλεται από τον ίδιο και 5,3% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από την πρώτη Δευτέρα του έτους εισφορών 2024,

(η) 23,7%, από το οποίο 18% καταβάλλεται από τον ίδιο και 5,7% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από την πρώτη Δευτέρα του έτους εισφορών 2029,

(θ) 25,4%, από το οποίο 19,4% καταβάλλεται από τον ίδιο και 6% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από την πρώτη Δευτέρα του έτους εισφορών 2034,

(ι) 26,7%, από το οποίο 20,4% καταβάλλεται από τον ίδιο και 6,3% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από την πρώτη Δευτέρα του έτους εισφορών 2039.».

5.      Το άρθρο 15 του βασικού νόμου τροποποιείται ως ακολούθως:

(α) Με την αντικατάσταση των παραγράφων (στ) μέχρι (θ) του εδαφίου (1) αυτού, με τις ακόλουθες νέες παραγράφους (στ) μέχρι (θ), αντίστοιχα:

«(στ) 20%, από το οποίο 15,2% καταβάλλεται από τον ίδιο τον ασφαλισμένο και 4,8% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από την πρώτη Δευτέρα του έτους εισφορών 2024,

(ζ) 21,6%, από το οποίο 16,4% καταβάλλεται από τον ίδιο τον ασφαλισμένο και 5,2% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από την πρώτη Δευτέρα του έτους εισφορών 2029,

(η) 23,3%, από το οποίο 17,8% καταβάλλεται από τον ίδιο τον ασφαλισμένο και 5,5% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από την πρώτη Δευτέρα του έτους εισφορών 2034,

(θ) 24,6%, από το οποίο 18,8% καταβάλλεται από τον ίδιο τον ασφαλισμένο και 5,8% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από την πρώτη Δευτέρα του έτους εισφορών 2039.» και

(β) με την αντικατάσταση των παραγράφων (στ) μέχρι (θ) του εδαφίου (2) αυτού, με τις ακόλουθες νέες παραγράφους (στ) μέχρι (θ), αντίστοιχα:

«(στ) 23,1%, από το οποίο 17,8% καταβάλλεται από τον ίδιο τον ασφαλισμένο και 5,3% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1η  Ιανουαρίου 2024,

(ζ) 24,7%, από το οποίο 19% καταβάλλεται από τον ίδιο τον ασφαλισμένο και 5,7% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2029,

(η) 26,4%, από το οποίο 20,4% καταβάλλεται από τον ίδιο τον ασφαλισμένο και 6% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1η  Ιανουαρίου 2034,

(θ) 27,7%, από το οποίο 21,4% καταβάλλεται από τον ίδιο τον ασφαλισμένο και 6,3% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2039.».

2.8  Με τον αναπεμπόμενο Νόμο, έχουν αφαιρεθεί εντελώς  τα ανωτέρω άρθρα 2,3,4, και 5 του προτεινόμενου νομοσχεδίου, έχουν δηλαδή αφαιρεθεί όλες οι διατάξεις που αφορούν σταδιακή αύξηση των εισφορών κατά 1% μεταξύ των ετών 2024-2034, αύξηση η οποία βάσει των αποτελεσμάτων της αναλογιστικής μελέτης που έγινε είναι απολύτως αναγκαία για τη διατήρηση της βιωσιμότητας του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

2.9  Με βάση τα στοιχεία που κατέχει το Υπουργείο Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων από  αναλογιστική μελέτη που πραγματοποιήθηκε  τον Ιούλιο του 2017 (που έχει κατατεθεί στην αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή), οι αλλαγές που ψηφίστηκαν αυξάνουν σημαντικά το κόστος για τα δημόσια οικονομικά, καθώς το έλλειμμα του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων που θα προκύψει από τη μη αύξηση των εισφορών από το 2024-2034 κατά 1% θα μετακυλιστεί αναπόφευκτα στον προϋπολογισμό του Κράτους.  Ο αναλογιστής του Υπουργείου Εργασίας,  Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων με σχετικό του σημείωμα (που θα κατατεθεί στην αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή), ημερομηνίας 17.7.2019, επεσήμανε ότι, με βάση τα δεδομένα αυτά, τυχόν εφαρμογή του αναπεμφθέντος νόμου θα επηρεάσει αρνητικά και θα θέσει σε κίνδυνο τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μεταφέροντας σημαντικά ελλείμματα στον προϋπολογισμό του Κράτους όπως αυτά αναφέρονται στο εν λόγω σημείωμα.

Από το γράφημα 1 προκύπτει η ετήσια δαπάνη σύνταξης χηρείας σε εκατομμύρια ευρώ για την περίοδο 2018-2021:

2018: 3,4 εκατομμύρια ευρώ

2019: 6,5 εκατομμύρια ευρώ

2020: 9,7 εκατομμύρια ευρώ

2021: 13 εκατομμύρια ευρώ

Σχετικό επίσης είναι το γράφημα 2 της μελέτης του αναλογιστή που καταδεικνύει τα εξής:

Μέχρι το 2020: συνολικά 10 εκατομμύρια ευρώ

Μέχρι το 2030: συνολικά 51 εκατομμύρια ευρώ

Μέχρι το 2040: συνολικά 109 εκατομμύρια ευρώ

Μέχρι το 2050: συνολικά 190 εκατομμύρια ευρώ

Μέχρι το 2060: συνολικά 303 εκατομμύρια ευρώ

Μέχρι το 2070: συνολικά 481 εκατομμύρια ευρώ

Μέχρι το 2080: συνολικά 689 εκατομμύρια ευρώ

2.11 Να αναφερθεί επίσης ότι ο αναλογιστής του Υπουργείου Εργασίας,  Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων με επιστολή του, ημερομηνίας 2.7.2019, προς τον πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ενημέρωσε σχετικά με την αναλογιστική εκτίμηση τον Πρόεδρο και τα μέλη.

2.12 Το άρθρο 80 του Συντάγματος προβλέπει:

 «80.Το δικαίωμα της υποβολής προτάσεων νόμων ανήκει εις τους βουλευτάς και νομοσχεδίων εις τους υπουργούς.

Ουδεμία πρότασις νόμου συνεπαγομένη αύξησιν των υπό του προϋπολογισμού προβλεπομένων εξόδων δύναται να υποβληθεί υπό βουλευτού.».

2.13 Με βάση την υπάρχουσα για το θέμα νομολογία, το πιο πάνω άρθρο του αναπεμπόμενου Νόμου πληροί το σχετικό κριτήριο της «αναπόφευκτης αύξησης των δαπανών του προϋπολογισμού.»

2.14  Επιπροσθέτως των ανωτέρω, στο κυπριακό Σύνταγμα το πεδίο λειτουργίας των τριών πολιτειακών εξουσιών διαχωρίζεται αυστηρά και δεν μπορεί να αναληφθεί ή να ασκηθεί οποιαδήποτε αρμοδιότητα από οποιαδήποτε από τις τρείς Εξουσίες που δεν αποδίδεται σ’ αυτή από το Σύνταγμα ή δεν εμπίπτει στο πεδίο της λειτουργίας της λόγω των εγγενών χαρακτηριστικών της.

2.15 Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και το Υπουργικό Συμβούλιο περιβάλλονται με την εκτελεστική εξουσία (Άρθρα 47, 48 και 54 του Συντάγματος), η Βουλή των Αντιπροσώπων με τη νομοθετική εξουσία (Άρθρο 61 του Συντάγματος) και το Δικαστήριο με τη δικαστική εξουσία.

2.16    Η διαγραφή των πιο πάνω άρθρων του αναπεμπόμενου  Νόμου  αποτελεί και παρέμβαση της Βουλής στην εκτελεστική εξουσία, αφού στην ουσία επιβάλλει τρόπο ενέργειας της εκτελεστικής εξουσίας στο να αποφασίσει να υπερβεί το ποσό που προϋπολογίζεται. Δηλαδή, ενώ η εκτελεστική εξουσία έχει προβεί σε εμπεριστατωμένη αναλογιστική μελέτη  που καταδεικνύει ότι οι σταδιακές αυξήσεις στις εισφορές στο σύνολο τους μία ποσοστιαία μονάδα   κατά την περίοδο 2024-2034 αναμένεται να καλύψει πλήρως την πρόσθετη δαπάνη της σύνταξης χηρείας που προκύπτει από την επέκταση του δικαιώματος της σύνταξης σε άντρες που θα καθίστανται δικαιούχοι μετά την 1.1.2018 διασφαλίζοντας τη βιωσιμότητα του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων  τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα, η Βουλή  έχει αναρμόδια παρέμβει στον τρόπο άσκησης της εκτελεστικής εξουσίας για τον ορθολογισμό των οικονομικών του Ταμείου. 

2.17 Με το Νομοσχέδιο, όπως αυτό είχε προταθεί από την Κυβέρνηση, διασφαλιζόταν η δημοσιονομική ουδετερότητα του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων στη βάση της αυτοχρηματοδότησης των δαπανών από τις εισφορές στο Ταμείο και ως εκ τούτου δεν θα χρειαζόταν η συνεισφορά από τον Κρατικό Προϋπολογισμό για την κάλυψη των οποιωνδήποτε  ελλειμμάτων. Με την τροποποίηση της Βουλής των Αντιπροσώπων και τη διαγραφή των προαναφερθέντων άρθρων οι προβλεπόμενες δαπάνες του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων θα υπερβαίνουν συστηματικά πλέον τα έσοδά του με συνέπεια την ανάγκη χρηματοδότησης όλων των προαναφερθέντων ελλειμμάτων από τον Κρατικό Προϋπολογισμό.

2.18  Η αναπροσαρμογή των ποσοστών εισφοράς των εργαζομένων, των εργοδοτών και του Κράτους ανά 5 χρόνια στη βάση των αποτελεσμάτων αναλογιστικής μελέτης περιλαμβάνεται ήδη στον βασικό νόμο και με το προτεινόμενο νομοσχέδιο τα ποσοστά αυτά αναπροσαρμόζονταν και πάλι στη βάση υπάρχουσας αναλογιστικής μελέτης που έχει κατατεθεί στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ούτως ώστε να διατηρείται η δημοσιονομική ουδετερότητα του ταμείου και να μην υπάρχουν ελλείμματα που θα πρέπει να καλυφθούν από τον προϋπολογισμό.

Η διαγραφή των άρθρων αυτών αποτελεί παρέμβαση στην εκτελεστική εξουσία και στον τρόπο εξισορρόπησης των οικονομικών του κράτους και ορθολογιστικής αντιμετώπισής τους.

2.19  Το σχετικό άρθρο του Συντάγματος για την αναπομπή προβλέπει τα κάτωθι:

«52.  Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας υποχρεούνται να εκδώσωσι διά δημοσιεύσεως εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας, εντός δέκα πέντε ημερών από της κοινοποιήσεως εις το αντίστοιχον γραφείο αυτών οιονδήποτε νόμον ή απόφασιν της Βουλής των Αντιπροσώπων εκτός εάν εντός της προθεσμίας ταύτης ασκήσωσιν, ιδία εκάτερος ή από κοινού αναλόγως της περιπτώσεως το δικαίωμα της αρνησικυρίας, ως εν άρθρω 50 ορίζεται ή το δικαίωμα αναπομπής, ως εν άρθρω 51 ορίζεται ή το δικαίωμα αναφοράς εις το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον, ως εν άρθροις 140 και 141 ορίζεται ή προκειμένου περί του προϋπολογισμού το δικαίωμα προσφυγής εις το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον, ως εν άρθρω 138 ορίζεται».

Με βάση τα προαναφερόμενα, εισηγούμαι όπως η Βουλή των Αντιπροσώπων μη εμμείνει στην απόφαση της, αποδεχόμενη την αναπομπή. Παρακαλείται η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων να ακούσει σχετικά με την παρούσα αναπομπή τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και την Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.».

          Κατά την εξέταση του αναπεμφθέντος νόμου η Υπουργός Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ανέφερε στην επιτροπή ότι πρώτο μέλημα της κυβέρνησης είναι να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων, γι’ αυτό, πριν από την κατάθεση του νομοσχεδίου στη Βουλή, το υπουργείο της είχε προβεί σε αναλογιστική μελέτη, στη βάση της οποίας προέκυψε η ανάγκη για αύξηση των εισφορών ουσιαστικά κατά ένα τοις εκατόν (1%) και μάλιστα στο νομοσχέδιο τέθηκε η ασφαλιστική δικλίδα ότι, σε περίπτωση κατά την οποία πριν από το 2024 νέα αναλογιστική μελέτη καταδείξει ότι το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων είναι βιώσιμο, δε θα χρειαστεί να καταβληθούν αυξημένες εισφορές.  Περαιτέρω, η ίδια κάλεσε την επιτροπή όπως αποδεχτεί τους λόγους της αναπομπής, ώστε να μην καθυστερήσει περαιτέρω το ζήτημα καταβολής της σύνταξης χηρείας στους δικαιούχους.

          Η εκπρόσωπος της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας αναφέρθηκε στους λόγους για τους οποίους κρίθηκε σκόπιμη η αναπομπή του ψηφισθέντος νόμου, στη βάση της πιο πάνω επιστολής του Προέδρου της Δημοκρατίας, επισημαίνοντας ότι η τροποποίηση που επέφερε στο κείμενο του νομοσχεδίου η νομοθετική εξουσία αποτελεί απροκάλυπτη επέμβαση στις εξουσίες της εκτελεστικής εξουσίας, καθώς επίσης ότι τυχόν εφαρμογή του αναπεμφθέντος νόμου θα μετακυλίσει στον προϋπολογισμό του κράτους το έλλειμμα του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων που θα προκύψει από τη μη αύξηση των εισφορών από το 2024 έως το 2034.  Σύμφωνα με την ίδια, με βάση νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, θεωρείται επιβάρυνση και η όποια μελλοντική αύξηση του κρατικού προϋπολογισμού.

          Υπό το φως των πιο πάνω, η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, κατά πλειοψηφία των μελών της βουλευτών των κοινοβουλευτικών ομάδων του Δημοκρατικού Συναγερμού και του Δημοκρατικού Κόμματος, καθώς και του μέλους της βουλευτή του Κινήματος Σοσιαλδημοκρατών ΕΔΕΚ, αποδέχεται τους λόγους της αναπομπής του Προέδρου της Δημοκρατίας και εισηγείται την επαναθέσπιση του αναπεμφθέντος νόμου, υποβάλλοντας στην ολομέλεια του σώματος για ψήφιση νέο κείμενο, το οποίο να διαλαμβάνει τις πρόνοιες που περιλάμβανε το σχετικό νομοσχέδιο που αρχικά κατατέθηκε στη Βουλή.

          Ο πρόεδρος και τα μέλη της επιτροπής βουλευτές της κοινοβουλευτικής ομάδας ΑΚΕΛ-Αριστερά-Νέες Δυνάμεις τάχθηκαν εναντίον των λόγων της αναπομπής.

          Το μέλος της επιτροπής βουλευτής του ΕΛΑΜ επιφυλάχθηκε να τοποθετηθεί κατά τη συζήτηση του αναπεμφθέντος νόμου στην ολομέλεια της Βουλής.

 

29 Ιουλίου 2019