Κυπριακή Δημοκρατία Κυπριακή Δημοκρατία

Έκθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού για τον αναπεμφθέντα νόμο «Ο περί Συνεργατικών Εταιρειών (Τροποποιητικός) Νόμος του 2017»

Παρόντες:

  • Άγγελος Βότσης, πρόεδρος    
  • Μαρίνος Μουσιούττας    
  • Ανδρέας Κυπριανού    
  • Σόλων Κασίνης    
  • Νίκος Νουρής    
  • Κώστας Κώστα    
  • Αντρέας Φακοντής     
  • Ηλίας Μυριάνθους
  • Άννα Θεολόγου
  • Γεώργιος Παπαδόπουλος

Mη μέλη της επιτροπής:

  • Αβέρωφ Νεοφύτου
  • Γιώργος Περδίκης

 

Η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού σε συνεδρία της, που πραγματοποιήθηκε στις 7 Απριλίου 2017, επανεξέτασε τον πιο πάνω νόμο, τον οποίο ψήφισε η Βουλή των Αντιπροσώπων στις 24 Μαρτίου 2017, ο οποίος αναπέμφθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κατ’ επίκληση του άρθρου 51.1 του συντάγματος. Στη συνεδρίαση αυτή κλήθηκαν και παρευρέθηκαν εκπρόσωποι της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας και του Υπουργείου Οικονομικών.

Όπως είναι γνωστό, με τον αναπεμφθέντα νόμο σκοπείται η κατάργηση του θεσμού της διαιτησίας, όπως αυτός περιλαμβάνεται στα άρθρα 51 και 52 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, καθώς και η διακοπή των εκκρεμουσών διαδικασιών διαιτησίας που άρχισαν πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του αναπεμφθέντος νόμου και δεν ολοκληρώθηκαν με την έκδοση διαιτητικής απόφασης.

Οι λόγοι της αναπομπής, όπως αυτοί αναφέρονται στην επιστολή του Προέδρου της Δημοκρατίας προς τον Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων, ημερομηνίας 7ης Απριλίου 2017, παρατίθενται αυτούσια και είναι οι ακόλουθοι:

«1. Άρθρο 2 - Κατάργηση άρθρων 51 και 52

Ο Θεσμός της Διαιτησίας είναι κατεξοχήν ένας εξώδικος μηχανισμός επίλυσης διαφορών μεταξύ των Συνεργατικών Ιδρυμάτων και των πελατών τους. Ο εν λόγω Θεσμός έχει το πλεονέκτημα ότι είναι πιο γρήγορος, ευέλικτος και με χαμηλότερο κόστος σε σχέση με τις δικαστικές διαδικασίες. Ο περί Συνεργατικών Εταιρειών (Τροποποιητικός) Νόμος του 2017, που ψηφίστηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων την 24η Μαρτίου 2017 και ο οποίος προνοεί την κατάργηση του θεσμού της διαιτησίας καθώς και την άμεση εμπλοκή των δικαστηρίων στην όλη διαδικασία, ουσιαστικά αναιρεί το εν λόγω πλεονέκτημα.

Περαιτέρω σημειώνεται ότι με βάση τα νέα δεδομένα οποιεσδήποτε κινήσεις, στην περίπτωση διαφοράς ενός πιστωτικού ιδρύματος με δανειολήπτες, οι οποίες θέτουν περαιτέρω χρονοβόρες διαδικασίες στην εξωδικαστική επίλυση διαφορών ή και στις δικαστικές διαδικασίες, αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την επιβολή επιπρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων στα πιστωτικά ιδρύματα μέσω της αύξησης των προβλέψεών τους. Η όλη διαδικασία των διαιτησιών έχει βελτιωθεί αρκετά τα τελευταία χρόνια μέσω της ανάθεσής τους σε ανεξάρτητους δικηγόρους και βελτίωσης της πληροφόρησης των δανειοληπτών για τα δικαιώματα και υποχρεώσεις τους και επιπλέον δεν παρουσιάζονται τα οποιαδήποτε επιμέρους προβλήματα που έχουν παρουσιαστεί στο παρελθόν.

Οι διαιτητικές αποφάσεις εγγράφονται στο δικαστήριο ή εφεσιβάλλονται στο δικαστήριο με νομική βάση η οποία πρέπει να περιλαμβάνει και το άρθρο 52. Η κατάργηση του άρθρου 52 χωρίς μεταβατική διάταξη δημιουργεί σοβαρά θέματα. Η πρόνοια για παραπομπή σε διαιτησία βάσει του νόμου υπήρχε στις συμβάσεις δανείων. Πέραν του νόμου δηλαδή, υπήρχε συμβατική συμφωνία μεταξύ των μερών για παραπομπή της διαφοράς σε διαιτησία. Η διαιτητική απόφαση είναι το απότοκο αυτής της συμφωνίας.

Τα έξοδα της διαιτησίας καλύπτονται από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη. Στην περίπτωση κατάργησης του θεσμού της διαιτησίας και της μεταφοράς όλης της διαδικασίας στα δικαστήρια θα έχει ως αποτέλεσμα ότι μεγάλο μέρος των εξόδων θα βαρύνει πλέον και το φορολογούμενο και τα δικαστήρια θα επιβαρυνθούν με τεράστιο φόρτο εργασίας, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί πρόβλημα στην όλη αποτελεσματική λειτουργία του δικαστικού συστήματος.

Τα ΣΠΙ προχωρούσαν σε πιστωτικές διευκολύνσεις, λαμβάνοντας υπόψη τη δυνατότητα έκδοσης προσωρινής διαταγής απαγόρευσης αποξένωσης. Εάν δεν υπήρχε αυτή η δυνατότητα, είναι πολύ πιθανό η τράπεζα να ζητούσε περαιτέρω εξασφαλίσεις για τη χορήγηση των ρηθέντων πιστωτικών διευκολύνσεων.

Περαιτέρω, η προτεινόμενη τροποποίηση ενδέχεται να δημιουργήσει πρόβλημα και στην ευθύνη των εγγυητών οι οποίοι υπέγραψαν τη συμφωνία δανείου λαμβάνοντας υπόψη τη συγκεκριμένη δυνατότητα που είχε η τράπεζα για τη δέσμευση της περιουσίας του πρωτοφειλέτη.

Θέση μου είναι όπως παραμείνει ο θεσμός της διαιτησίας και εντός εύλογου χρονικού διαστήματος υποβληθούν προς έγκριση από το Υπουργικό Συμβούλιο και ακολούθως από την Βουλή των Αντιπροσώπων, θεσμοί για την διαιτησία, οι οποίοι θα αποτυπώνουν τις νέες βελτιωμένες διαδικασίες. Με το νέο πλαίσιο για τις διαιτησίες που υιοθετήθηκε από την Υπηρεσία Συνεργατικών Εταιρειών πριν από δύο χρόνια περίπου έχουν γίνει σημαντικές βελτιώσεις:

(α) Διαιτητές μπορούν να διορίζονται μόνο νομικοί με πείρα (ανακοίνωση της Υπηρεσίας στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας).

(β) Έχουν τεθεί σαφή κριτήρια ανεξαρτησίας του διαιτητή από τα εμπλεκόμενα μέρη.

(γ) Υιοθετήθηκε προκαθορισμένος πίνακας αμοιβών διαιτητών (με στόχο τον περιορισμό του κόστους).

(δ) Έχουν τεθεί αυστηροί όροι διορισμού διαιτητή (προθεσμίες, πρακτικά, τήρηση αρχείου, υποχρέωση τήρησης εχεγγύων δικαστικής διαδικασίας κ.λπ.).

(ε) Ενημέρωση χρεωστών από τον Έφορο για την παραπομπή σε διαιτησία και τα μέτρα θεραπείας που έχουν στη διάθεσή τους.

2. Ασυμβατότητα του άρθρου 3 του αναφερόμενου Νόμου με το Άρθρο 26 του Συντάγματος της Δημοκρατίας:

Το άρθρο 3 του περί Συνεργατικών Εταιρειών (Τροποποιητικού) Νόμου του 2017 (εφεξής “ο αναφερόμενος Νόμος”) προβλέπει τα ακόλουθα:

“Τερματισμός εκκρεμουσών διαδικασιών.    3.-(1) Οποιαδήποτε διαιτητική διαδικασία άρχισε πριν την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου και δεν έχει ολοκληρωθεί με την έκδοση διαιτητικής απόφασης, διακόπτεται και οποιεσδήποτε προσωρινές διαταγές έχουν εκδοθεί στα πλαίσια αυτών των διαδικασιών παύουν να ισχύουν και τα έξοδα που έχουν προκύψει από τις εν λόγω διαδικασίες καταμερίζονται εξίσου μεταξύ των μερών.
Κεφ. 4.    (2) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν αποκλείουν το δικαίωμα για την υποβολή σε διαιτησία, σύμφωνα με τον περί Διαιτησίας Νόμο, οποιασδήποτε διαφοράς που αποτέλεσε το αντικείμενο διαιτητικής διαδικασίας η οποία διακόπτεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1).”.
Υπόψιν ότι το άρθρο 2 του αναφερόμενου Νόμου καταργεί -μεταξύ άλλων- το άρθρο 52 του βασικού νόμου που προβλέπει την παραπομπή συγκεκριμένων διαφορών στον Έφορο της Υπηρεσίας Συνεργατικών Εταιρειών (“ο Έφορος”) ώστε ο τελευταίος είτε να επιχειρήσει την συνδιαλλαγή της διαφοράς είτε να την παραπέμψει προς επίλυση σε διαιτησία.

Παρά ταύτα, το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 του αναφερόμενου Νόμου περί διακοπής διαιτητικών διαδικασιών και εξουδετέρωσης προσωρινών διαιτητικών διαταγών, δεν περιορίζεται στις διαιτησίες τις οποίες ο Έφορος δικαιούτο να εκκινήσει κατά το καταργηθέν άρθρο 52 του βασικού νόμου. Αντιθέτως, η διατύπωση (που νομολογιακά συνιστά το βασικό ερμηνευτικό κριτήριο νομοθετικών διατάξεων) του άνω άρθρου 3 είναι τόσο ευρεία που φαίνεται να επεμβαίνει και σε διαιτητικές διαδικασίες πέραν των προαναφερομένων, περιλαμβανομένων διαιτητικών διαιτησιών που ερείδονται σε σύμβαση συνομολογηθείσα από τα μέρη της διαιτητικής διαδικασίας.

Υπό αυτό το πρίσμα, το άρθρο 3 του αναφερόμενου Νόμου επεμβαίνει στο δικαίωμα του συμβάλλεσθαι ελευθέρως, που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 26 του Συντάγματος της Δημοκρατίας και που περικλείει το δικαίωμα διαμόρφωσης του περιεχομένου μιας σύμβασης κατά την ελεύθερη βούληση των συμβαλλομένων, στην έκταση που διακόπτει διαιτητική διαδικασία που διενεργείται βάσει συμβατικής ρήτρας η οποία δεσμεύει τα μέρη που συμμετέχουν στη διαιτησία.

Οπότε, εγείρεται το ζήτημα κατά πόσο ο εκ του άνω άρθρου 3 περιορισμός του δικαιώματος του συμβάλλεσθαι είναι επιτρεπτός από το Άρθρο 26 του Συντάγματος της Δημοκρατίας, που επιτρέπει την υπαγωγή αυτού του δικαιώματος μόνο σε όρους, περιορισμούς ή δεσμεύσεις τιθέμενους επί τη βάσει των γενικών αρχών του Δικαίου των Συμβάσεων.

Σαφώς, η ρηθείσα ρύθμιση του άνω άρθρου 3 δεν συνιστά όρο, διατύπωση ή περιορισμό εμπίπτων στις γενικές αρχές του Δικαίου των Συμβάσεων, ούτε υπάρχει οτιδήποτε που να επιχειρηματολογεί προς αυτή την κατεύθυνση, σε προοίμιο του αναφερόμενου Νόμου ή στη σχετική με τη θέσπισή του κοινοβουλευτική έκθεση ή στην αιτιολογική έκθεση της πρότασης νόμου βάσει της οποίας ψηφίστηκε, όπερ σημαίνει ότι ο Νομοθέτης θέσπισε το άρθρο 3 του αναφερόμενου Νόμου αγνοώντας την εκ του Άρθρου 35 του Συντάγματος της Δημοκρατίας υποχρέωσή του για σεβασμό του Άρθρου 26 του Συντάγματος της Δημοκρατίας κατά την άσκηση των νομοθετικών του αρμοδιοτήτων.

Σε ό,τι αφορά ιδιαιτέρως την αιτιολογική έκθεση της πρότασης νόμου βάσει της οποίας ψηφίστηκε ο αναφερόμενος Νόμος, είναι ενδεικτικό ότι ουδέν αναφέρει περί της διακοπής των διαιτητικών διαδικασιών τις οποίες προβλέπει το άρθρο 3 του αναφερόμενου Νόμου, για τον απλό λόγο ότι η αρχική πρόταση νόμου δεν προέβλεπε τέτοια ρύθμιση.

Όσον αφορά τη σχετική κοινοβουλευτική έκθεση, ημερομηνίας 23 Μαρτίου 2017, μπορεί μεν να αναφέρει ότι η Κοινοβουλευτική Επιτροπή αποφάσισε να διαμορφώσει το κείμενο της πρότασης νόμου “έτσι ώστε οι πρόνοιές της να καταστούν πιο σαφείς αναφορικά με τον χειρισμό των εκκρεμουσών διαδικασιών, όταν οι προτεινόμενες καταργήσεις των άρθρων 51 και 52 τεθούν σε εφαρμογή” (σελίδα 8 κοινοβουλευτικής έκθεσης), το γεγονός όμως παραμένει ότι αυτή καθαυτή η διατύπωση του άρθρου 3 του αναφερόμενου Νόμου είναι γενική και ευρεία και, συνεπώς, αφορά και επεμβαίνει σε διαιτησίες πέραν αυτών που ερείδονται στο καταργηθέν άρθρο 52 του βασικού νόμου, περιλαμβανομένων και των διαιτησιών που έχουν εκκινηθεί βάσει συμβατικής ρήτρας.

Επί τούτου, μπορεί και να επιχειρηματολογηθεί ότι η διατύπωση του άνω άρθρου 3 του αναφερόμενου Νόμου είναι τόσο ευρεία που να καλύπτει και να διακόπτει πάσα διαιτητική διαδικασία η οποία εκκρεμεί στη Δημοκρατία κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του αναφερόμενου Νόμου, και όχι μόνο αυτές που συναρτώνται με το αντικείμενο του βασικού νόμου.

Περαιτέρω, κατά την πάγια νομολογία, ο νομοθετικός περιορισμός συνταγματικώς διασφαλιζόμενου θεμελιώδους δικαιώματος ή ελευθερίας μπορεί να θεσπιστεί όχι μόνο εντός των ορίων που θέτει το ίδιο το Σύνταγμα της Δημοκρατίας (όπως, εν προκειμένω, το Άρθρο 26.1 που επιτρέπει επέμβαση στο δικαίωμα του συμβάλλεσθαι μόνο από νομοθετικό όρο/περιορισμό/δέσμευση που συνιστά γενική αρχή του Δικαίου των Συμβάσεων) αλλά, επιπρόσθετα, δέον να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας που επιβάλλει στο Νομοθέτη την υποχρέωση να προσδιορίσει -σε προοίμιο του σχετικού Νόμου ή σε κοινοβουλευτική έκθεση- τον τομέα υπέρ του οποίου σκοπείται ο περιορισμός, η πιεστική κοινωνική ανάγκη την οποία αυτός σκοπείται να εξυπηρετήσει και το σκεπτικό υπό το οποίο ο περιορισμός είναι ανάλογος προς την ανάγκη την οποία επιχειρεί να εξυπηρετήσει.

Εμφανώς, η λακωνική αναφορά της σχετικής κοινοβουλευτικής έκθεσης, ημερομηνίας 23 Μαρτίου 2017, περί του ότι ο Νόμος στηρίζει τους δανειολήπτες (σελίδα 8 κοινοβουλευτικής έκθεσης) ουδόλως πληροί την προρρηθείσα απαιτητέα τεκμηρίωση, καταδεικνύοντας έκδηλα την αποτυχία του Νομοθέτη να συμμορφωθεί με τις συνταγματικές του υποχρεώσεις και καθιστώντας εμφανή την ασυμβατότητα του άρθρου 3 του αναφερόμενου Νόμου με τα Άρθρα 26 και 35 του Συντάγματος της Δημοκρατίας.».

Συναφώς, με βάση τους λόγους που παρατίθενται πιο πάνω, με την εν λόγω επιστολή του Προέδρου της Δημοκρατίας διαβιβάζεται η εισήγηση όπως η Βουλή των Αντιπροσώπων μη εμμείνει στην αρχική απόφασή της για ψήφιση της εν λόγω πρότασης νόμου σε νόμο και προχωρήσει στην αποδοχή της αναπομπής.

Ο εκπρόσωπος της Νομικής Υπηρεσίας ανέλυσε τους λόγους αντισυνταγματικότητας του άρθρου 3 του αναπεμφθέντος νόμου και ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Οικονομικών εξέθεσε τους λόγους πολιτικής για τους οποίους η εκτελεστική εξουσία διαφωνεί με την κατάργηση του θεσμού της διαιτησίας.

Ειδικότερα, ο εκπρόσωπος της Νομικής Υπηρεσίας δήλωσε ότι το άρθρο 3 του αναπεμφθέντος νόμου επεμβαίνει στο δικαίωμα του συμβάλλεσθαι ελευθέρως όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 26 του συντάγματος, στην έκταση που διακόπτει διαιτητική διαδικασία που διενεργείται βάσει συμβατικής ρήτρας η οποία δεσμεύει τα μέρη που συμμετέχουν στη διαιτησία. Επιπρόσθετα, δήλωσε ότι η διατύπωση του αναφερόμενου άρθρου 3 είναι γενική και ευρεία και συνεπώς αφορά και επεμβαίνει σε διαιτησίες πέραν αυτών που ερείδονται στο άρθρο 52 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, περιλαμβανομένων και των διαιτησιών που έχουν εκκινηθεί βάσει συμβατικής ρήτρας.

Ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Οικονομικών αναφέρθηκε στο ενδεχόμενο αύξησης των κεφαλαιακών αναγκών των συνεργατικών πιστωτικών ιδρυμάτων σε περίπτωση κατάργησης του θεσμού της διαιτησίας, αφού με άλλες διαδικασίες θα επεκταθεί ο απαιτούμενος χρόνος είσπραξης από αυτά των οφειλομένων τους. Επιπρόσθετα, ο ίδιος εκπρόσωπος δήλωσε ότι ζητήθηκε από τον Έφορο Συνεργατικών Εταιρειών όπως μη προχωρήσει σε παραπομπή νέων διαφορών προς επίλυση σε διαιτησία, μέχρι να κατατεθούν στη Βουλή οι νέοι σχετικοί θεσμοί που θα ρυθμίζουν το όλο ζήτημα, για τους οποίους θα μεριμνήσει, ώστε να κατατεθούν στη Βουλή το συντομότερο και εν πάση περιπτώσει όχι αργότερα του ενός μηνός.

Υπό το φως των πιο πάνω, η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού αποφάσισε, κατά πλειοψηφία του προέδρου και του μέλους της βουλευτών της κοινοβουλευτικής ομάδας του Δημοκρατικού Κόμματος, των μελών της βουλευτών των κοινοβουλευτικών ομάδων του Δημοκρατικού Συναγερμού και ΑΚΕΛ-Αριστερά-Νέες Δυνάμεις, του μέλους της βουλευτή του Κινήματος Σοσιαλδημοκρατών ΕΔΕΚ, καθώς και του μέλους της βουλευτή της Αλληλεγγύης, να εισηγηθεί στη Βουλή την αποδοχή της αναπομπής.

Το μέλος της επιτροπής βουλευτής της Συμμαχίας Πολιτών τάχθηκε εναντίον της αποδοχής της αναπομπής.

Με την ευκαιρία αυτή η επιτροπή επισημαίνει πως αναμένει ότι ο Έφορος Συνεργατικών Εταιρειών δε θα παραπέμψει νέες διαφορές προς επίλυση σε διαιτησία, μέχρι να κατατεθούν στη Βουλή, σε διάστημα που δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα, οι νέοι σχετικοί θεσμοί που θα ρυθμίζουν το όλο ζήτημα.

7 Απριλίου 2017