Κυπριακή Δημοκρατία Κυπριακή Δημοκρατία

2. Η αρχή της αναλογικότητας

2.  Η αρχή της αναλογικότητας

Η αρχή της αναλογικότητας είναι μια καθοδηγητική αρχή η οποία ορίζει τον τρόπο με τον οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση θα ασκήσει τις αρμοδιότητες της, όταν αποφασισθεί ότι αυτή θα δράσει. Η αρχή εξετάζει βασικά τη μορφή, τη φύση και την έκταση μιας δράσης της Ένωσης. Ο έλεγχος της τήρησης της εν λόγω αρχής προβλέπεται σαφώς στα άρθρα της Συνθήκης που ήδη αναπτύχθηκαν πιο πάνω σε σχέση με την αρχή της επικουρικότητας και συνεπώς αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της όλης διαδικασίας ελέγχου.

Για να αποφασισθεί αν μια δράση της Ένωσης είναι συμβατή ή όχι με την αρχή της αναλογικότητας εξετάζεται αν τηρούνται τα ακόλουθα:

•    το μέσο που χρησιμοποιείται να είναι κατάλληλο για την επίτευξη του στόχου μιας δράσης 
•    το μέσο αυτό δεν πρέπει να υπερβαίνει αυτό που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου μιας δράσης.

Τα συναφή Πρωτόκολλα, τόσο του Άμστερνταμ όσο και της Λισαβόνας θέτουν ορισμένους περιορισμούς στην ΕΕ, όταν καλείται να εφαρμόσει την αρχή της αναλογικότητας:

•    η μορφή της δράσης της Ένωσης πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο απλή και όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση νομοθετεί θα πρέπει να προτιμά τις Οδηγίες από τους Κανονισμούς (τεστ του ελάχιστου νομοθετικού περιορισμού),
•    η ανάγκη μείωσης του διοικητικού ή οικονομικού κόστους για τις κυβερνήσεις των κρατών μελών, τους εθνικούς οικονομικούς συντελεστές και τους πολίτες πρέπει να λαμβάνεται υπόψη (τεστ του ελάχιστου κόστους),
•    η δράση της Ένωσης πρέπει να επιτρέπει όσο το δυνατό μεγαλύτερο πεδίο για  τη λήψη των εθνικών αποφάσεων (τεστ του ελάχιστου πεδίου δράσεως). Ο τρίτος αυτός περιορισμός ουσιαστικά υπερκαλύπτεται από τους όρους για την εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας .

Λαμβανομένων υπόψη των πιο πάνω, όταν η Βουλή των Αντιπροσώπων επιθυμεί να προβαίνει σε έλεγχο αναφορικά με την τήρηση των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, εξετάζεται αρχικά αν η υπό αναφορά νομοθετική πρόταση εμπίπτει σε τομείς συντρέχουσας αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών, έτσι ώστε να δικαιολογείται η εξέταση της τήρησης των εν λόγω αρχών.

Εφόσον ένα εθνικό κοινοβούλιο της ΕΕ κρίνει ότι μια νομοθετική πρόταση της ΕΕ παραβιάζει την αρχή της επικουρικότητας και/ή της αναλογικότητας αποστέλλει στα θεσμικά όργανα της ΕΕ έγγραφο που ονομάζεται «Αιτιολογημένη Γνώμη» επεξηγώντας τους λόγους της απόφασής του. 

Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο Πρωτόκολλο (Αρ. 2) της Συνθήκης της Λισαβόνας, σε περίπτωση κατά την οποία οι αιτιολογημένες γνώμες που κρίνουν ότι σχέδιο νομοθετικής πράξης δεν τηρεί την αρχή της επικουρικότητας αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το ένα τρίτο του συνόλου των ψήφων που έχουν τα εθνικά κοινοβούλια, το σχέδιο επανεξετάζεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το όριο αυτό καθορίζεται στο ένα τέταρτο των ψήφων όταν πρόκειται για σχέδιο νομοθετικής πράξης που αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης της ΕΕ.