Κυπριακή Δημοκρατία Κυπριακή Δημοκρατία

Συναφείς συνταγματικές διατάξεις

'Αρθρο 

3  Επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας
42  Εγκατάσταση Προέδρου και Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας
45  Ποινική δίωξη Προέδρου και Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας
50  Αρνησικυρία Προέδρου της Δημοκρατίας για νόμο ή απόφαση της Βουλής
51  Αναπομπή νόμου ή απόφαση της Βουλής
52  Υποχρέωση για έκδοση νόμου ή απόφαση της Βουλής
61  Άσκηση νομοθετικής εξουσίας
62  Αριθμός βουλευτών
63  Προσόντα εκλογέα
64  Προσόντα υποψήφιου
65  Διάρκεια βουλευτικής περιόδου
66  Διεξαγωγή βουλευτικών εκλογών
67  Διάλυση Βουλής
68  Εξουσία απερχόμενης Βουλής
69  Διαβεβαίωση βουλευτών
70  Ασυμβίβαστο βουλευτικής ιδιότητας
71  Κένωση βουλευτικής έδρας
72  Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος Βουλής
73  Κανονισμός, Επιτροπή Επιλογής, καταρτισμός κοινοβουλευτικών επιτροπών, διαδικασία εξέτασης σχεδίων νόμου, ημερήσια διάταξη, αγορεύσεις βουλευτών, τήρηση πρακτικών ολομέλειας, σχηματισμός πολιτικής κομματικής ομάδας
74 Τακτική και έκτακτη σύνοδος
75  Δημόσια και μυστική συνεδρία
76  Εξουσίες Προέδρου Βουλής
77  Απαρτία Βουλής
78   Ψήφιση νόμων και αποφάσεων
79  Μηνύματα Προέδρου της Δημοκρατίας στη Βουλή - παρακολούθηση εργασιών της Βουλής από υπουργούς
80  Υποβολή σχεδίων νόμου από βουλευτές και υπουργούς
81  Κατάθεση προϋπολογισμού
82   Έναρξη ισχύος των νόμων και των αποφάσεων της Βουλής
83  Ασυλία βουλευτών
84  Αποζημίωση βουλευτών
85  Ένσταση κατά των βουλευτικών εκλογών
116  Κατάθεση ετήσιας έκθεσης του Γενικού Ελεγκτή στη Βουλή
119  Κατάθεση εκθέσεων του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας στη Βουλή
138  Προσφυγή Προέδρου της Δημοκρατίας για τον προϋπολογισμό
139  Προσφυγή Βουλής στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο
140  Αναφορά Προέδρου της Δημοκρατίας στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο για συνταγματικότητα νόμου ή απόφασης της Βουλής
141  Αναφορά Προέδρου της Δημοκρατίας στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο για αντίθεση νόμου ή απόφασης της Βουλής προς το δημόσιο συμφέρον
143  Ψήφιση νόμων πριν από την έναρξη της νέας περιόδου
167  Κατάθεση προϋπολογισμών
168  Διενέργεια δαπανών και δωδεκατημόρια
169  Επικύρωση διεθνών συνθηκών, συμβάσεων και συμφωνιών
179  Υπέρτατος νόμος της Δημοκρατίας
182 Τροποποίηση του Συντάγματος
183 Κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης

ΑΡΘΡΟΝ 3

Αι επίσημοι γλώσσαι της Δημοκρατίας είναι η ελληνική και η τουρκική.
Νομοθετικαί, εκτελεστικαί και διοικητικαί πράξεις και έγγραφα συντάσσονται εις αμφοτέρας τας επισήμους γλώσσας και εφ’ όσον δυνάμει ρητής διατάξεως του Συντάγματος απαιτείται έκδοσις, εκδίδονται διά δημοσιεύσεως εις την Επίσημον Εφημερίδα της Δημοκρατίας εις αμφοτέρας τας επισήμους γλώσσας.

ΑΡΘΡΟΝ 42

Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας εγκαθίστανται υπό της Βουλής, ενώπιον της οποίας δίδουσι την κάτωθι διαβεβαίωσιν:
"Διαβεβαιώ επισήμως πίστιν και σεβασμόν εις το Σύνταγμα και τους συνάδοντας αυτώ νόμους και εις την διατήρησιν της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητος της Δημοκρατίας της Κύπρου".
Προς τον σκοπόν τούτον η Βουλή θα συνεδριάζη κατά την ημέραν, καθ’ ην λήγει η πενταετής θητεία του απερχομένου Προέδρου και Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, εν περιπτώσει δε αναπληρωματικής εκλογής συμφώνως τη τετάρτη παραγράφω του άρθρου 44 κατά την τρίτην ημέραν από της ημερομηνίας της τοιαύτης εκλογής.

ΑΡΘΡΟΝ 45

Ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας δύναται να διωχθή επί εσχάτη προδοσία. Την κατηγορίαν εισάγουσιν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο γενικός εισαγγελεύς και ο βοηθός γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας, κατόπιν ψηφίσματος της Βουλής των Αντιπροσώπων εγκρινομένου διά μυστικής ψηφοφορίας και πλειοψηφίας τουλάχιστον των τριών τετάρτων του όλου αριθμού των βουλευτών· ουδέν όμως τοιούτον ψήφισμα δύναται να εγκριθή και ουδέν σχετικόν θέμα περιλαμβάνεται εις την ημερησίαν διάταξιν ή συζητείται υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων, εάν η πρότασις τοιούτου ψηφίσματος δεν υπογραφή, τουλάχιστον υπό του ενός πέμπτου του όλου αριθμού των βουλευτών.

ΑΡΘΡΟΝ 50

1. Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας ιδία εκάτερος ή από κοινού έχουσι το δικαίωμα της οριστικής αρνησικυρίας οιουδήποτε νόμου ή αποφάσεως της Βουλής των Αντιπροσώπων εν όλω ή εν μέρει, εφ’ όσον ο νόμος ή η απόφασις εν όλω ή εν μέρει αφορώσιν:

Α. Εις εξωτερικάς υποθέσεις, εξαιρουμένης της συμμετοχής της Δημοκρατίας εις διεθνείς οργανισμούς και συνθήκας συμμαχίας, ων μετέχουσι τόσον το Βασίλειον της Ελλάδος όσον και η Τουρκική Δημοκρατία.

Ο εν τω παρόντι εδαφίω όρος «εξωτερικαί υποθέσεις» περιλαμβάνει:

(α) την αναγνώρισιν κρατών, την σύναψιν διπλωματικών και προξενικών σχέσεων μετ’ άλλων χωρών και την διακοπήν των σχέσεων τούτων. Την παροχήν συγκαταθέσεως διά τον διορισμόν διπλωματικών αντιπροσώπων και την χορήγησιν εκτελεστηρίου εις προξενικούς αντιπροσώπους, την τοποθέτησιν διπλωματικών αντιπροσώπων και προξενικών αντιπροσώπων εκ των υπηρετούντων εν τη διπλωματική υπηρεσία εις θέσεις εν τω εξωτερικώ και την ανάθεσιν καθηκόντων εν τω εξωτερικώ, ως ειδικών απεσταλμένων, εις υπηρετούντας εν τη διπλωματική υπηρεσία. Τον διορισμόν και την τοποθέτησιν προσώπων μη ανηκόντων εις την διπλωματικήν υπηρεσίαν εις οιανδήποτε θέσιν εν τω εξωτερικώ, ως διπλωματικών ή προξενικών αντιπροσώπων και την ανάθεσιν καθηκόντων εν τω εξωτερικώ ως ειδικών απεσταλμένων, εις πρόσωπα μη ανήκοντα εις την διπλωματικήν υπηρεσίαν,

(β) την συνομολόγησιν διεθνών συνθηκών, συμβάσεων και συμφωνιών,

(γ) την κήρυξιν πολέμου και την συνομολόγησιν ειρήνης,

(δ) την προστασίαν εν τη αλλοδαπή των πολιτών της Δημοκρατίας και των συμφερόντων αυτών,

(ε) την εγκατάστασιν, το καθεστώς και τα συμφέροντα αλλοδαπών εν τη Δημοκρατία,

(στ) την απόκτησιν ξένης ιθαγενείας υπό πολιτών της Δημοκρατίας και την αποδοχήν υπό τούτων εργασίας παρεχομένης υπό ξένης Κυβερνήσεως ως και την είσοδον τούτων εις την υπηρεσίας ξένης Κυβερνήσεως,

Β. Τα ακόλουθα θέματα αμύνης:

(α) την σύνθεσιν και δύναμιν των ενόπλων δυνάμεων και τας πιστώσεις διά ταύτας,

(β) τους διορισμούς στελεχών και την προαγωγήν αυτών,

(γ) την εισαγωγήν πολεμικού υλικού και εκρηκτικών υλών παντός είδους,

(δ) την παροχήν βάσεων και άλλων διευκολύνσεων εις συμμάχους χώρας,

Γ. Τα ακόλουθα θέματα ασφαλείας:

(α) τους διορισμούς στελεχών και την προαγωγήν αυτών,

(β) την κατανομήν και στάθμευσιν δυνάμεων ασφαλείας,

(γ) τα μέτρα εκτάκτου ανάγκης και τον στρατιωτικόν νόμον,

(δ) τους περί αστυνομίας νόμους.

Αποσαφηνίζεται ότι το δικαίωμα αρνησικυρίας κατ’ εφαρμογήν του ως άνω εδαφίου Γ περιλαμβάνει παν μέτρον ή απόφασιν εκτάκτου ανάγκης, ουχί όμως τα αφορώντα εις την συνήθη λειτουργίαν της αστυνομίας και της χωροφυλακής.

2. Το ως άνω δικαίωμα αρνησικυρίας δύναται να ασκηθή είτε καθ’ ολοκλήρου του νόμου ή αποφάσεως ή καθ’ οιουδήποτε μέρους αυτού, εν δε τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ο νόμος ή η απόφασις αναπέμπονται εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων, ίνα αύτη αποφασίση, αν το υπόλοιπον μέρος του νόμου ή της αποφάσεως θα σταλή ή μη προς έκδοσιν δυνάμει των σχετικών διατάξεων του Συντάγματος.

3. Το συμφώνως τω παρόντι άρθρω δικαίωμα αρνησικυρίας ασκείται εντός της προθεσμίας της οριζομένης υπό του άρθρου 52 διά την έκδοσιν του νόμου ή της αποφάσεως της Βουλής των Αντιπροσώπων.

ΑΡΘΡΟΝ 51

Εν περιπτώσει αναπομπής οιουδήποτε νόμου ή αποφάσεως ή τμήματος αυτών εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων, ως ορίζεται εν τη πρώτη παραγράφω του παρόντος άρθρου, η Βουλή των Αντιπροσώπων αποφασίζει επί του αναπεμφθέντος θέματος εντός δέκα πέντε ημερών από της αναπομπής εν περιπτώσει δε αναπομπής του προϋπολογισμού συμφώνως τη δευτέρα παραγράφω του παρόντος άρθρου η Βουλή των Αντιπροσώπων αποφασίζει επί του αναπεμφθέντος θέματος εντός τριάκοντα ημερών από της αναπομπής.
Εάν η Βουλή των Αντιπροσώπων εμμείνη εις την απόφασιν αυτής ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας υποχρεούνται, τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος, να εκδώσωσι διά δημοσιεύσεως εν τη Επισήμω Εφημερίδι της Δημοκρατίας τον νόμον ή την απόφασιν ή τον προϋπολογισμόν, αναλόγως της περιπτώσεως, εντός της προθεσμίας της οριζομένης διά την έκδοσιν των νόμων και των αποφάσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων.

ΑΡΘΡΟΝ 52

Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας υποχρεούνται να εκδώσωσι διά δημοσιεύσεως εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας, εντός δέκα πέντε ημερών από της κοινοποιήσεως εις το αντίστοιχον γραφείον αυτών οιονδήποτε νόμον ή απόφασιν της Βουλής των Αντιπροσώπων εκτός εάν εντός της προθεσμίας ταύτης ασκήσωσιν, ιδία εκάτερος ή από κοινού αναλόγως της περιπτώσεως το δικαίωμα της αρνησικυρίας, ως εν άρθρω 50 ορίζεται ή το δικαίωμα αναπομπής, ως εν άρθρω 51 ορίζεται ή το δικαίωμα αναφοράς εις το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον, ως εν άρθροις 140 και 141 ορίζεται ή προκειμένου περί του προϋπολογισμού το δικαίωμα προσφυγής εις το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον, ως εν άρθρω 138 ορίζεται.

ΑΡΘΡΟΝ 61

Η νομοθετική εξουσία της Δημοκρατίας ασκείται υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων εν παντί θέματι, εξαιρέσει των θεμάτων εκείνων, άτινα ρητώς υπάγονται κατά το Σύνταγμα εις τας Κοινοτικάς Συνελεύσεις.

ΑΡΘΡΟΝ 62

Ο αριθμός των βουλευτών ορίζεται εις ογδοήκοντα1, δύναται δε να μεταβληθή δι’ αποφάσεως της Βουλής των Αντιπροσώπων λαμβανομένης διά πλειοψηφίας αποτελουμένης εκ των δύο τρίτων των υπό της ελληνικής κοινότητος εκλεγέντων βουλευτών και εκ των δύο τρίτων των υπό της τουρκικής κοινότητος εκλεγέντων βουλευτών.
Εκ του κατά την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου προβλεπομένου αριθμού των βουλευτών τα εβδομήκοντα επί τοις εκατόν εκλέγονται υπό της ελληνικής κοινότητος και τα τριάκοντα επί τοις εκατόν υπό της τουρκικής κοινότητος κεχωρισμένως εκ των μελών εκατέρας κοινότητος και εν περιπτώσει εκλογής, εις ην οι υποψήφιοι είναι πλείονες του αριθμού των εδρών, διά καθολικής αμέσου και μυστικής ψηφοφορίας διενεργουμένης κατά την αυτήν ημέραν.
Η αναλογία των βουλευτών η καθοριζομένη εις την παρούσαν παράγραφον είναι ανεξάρτητος στατιστικών δεδομένων.
1 Στις 20 Ιουνίου 1985, η Βουλή με απόφασή της αύξησε τον αριθμό των βουλευτών από πενήντα σε ογδόντα, από τους οποίους οι πενήντα έξι εκλέγονται από την ελληνική κοινότητα και οι είκοσι τέσσερις από την τουρκική κοινότητα, για να διατηρείται η προβλεπόμενη από το σύνταγμα αναλογία του 70% προς 30%. Η απόφαση αυτή λήφθηκε κατ’ επίκληση του δικαίου της ανάγκης, αφού το σύνταγμα επιβάλλει χωριστή πλειοψηφία Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων βουλευτών για τη σχετική τροποποίηση.

ΑΡΘΡΟΝ 63

Τηρουμένων των διατάξεων της δευτέρας παραγράφου του παρόντος άρθρου πας πολίτης της Δημοκρατίας έχων συμπληρώσει το δέκατον όγδοον2 έτος της ηλικίας αυτού και έχων τα υπό του εκλογικού νόμου καθοριζόμενα προσόντα διαμονής δικαιούται να εγγραφή ως εκλογεύς είτε εις τον ελληνικόν είτε εις τον τουρκικόν εκλογικόν κατάλογον. τα μέλη της ελληνικής κοινότητος όμως θα εγγράφωνται μόνον εις τον ελληνικόν εκλογικόν κατάλογον· τα δε μέλη της τουρκικής κοινότητος μόνον εις τον τουρκικόν εκλογικόν κατάλογον.
Ουδείς δικαιούται να εγγραφή ως εκλογεύς, εφ’ όσον δεν κέκτηται τα υπό του εκλογικού νόμου απαιτούμενα προς εγγραφήν προσόντα.
2 Το 1996 η Βουλή των Αντιπροσώπων, με το νόμο (106) του 1996, τροποποίησε το άρθρο 63 του συντάγματος, επεκτείνοντας το δικαίωμα ψήφου στις βουλευτικές εκλογές και καθορίζοντας ως κατώτατο όριο ηλικίας των εκλογέων το δέκατο όγδοο έτος, αντί του εικοστού πρώτου έτους που προέβλεπε το σύνταγμα.

ΑΡΘΡΟΝ 64

Πας τις δικαιούται να υποβάλη υποψηφιότητα βουλευτού, εφ’ όσον κατά τον χρόνον της εκλογής:

(α) είναι πολίτης της Δημοκρατίας,

(β) έχει συμπληρώσει το εικοστόν πέμπτον έτος της ηλικίας αυτού,

(γ) δεν έχει καταδικασθή κατά την ημέραν της ενάρξεως ισχύος του Συντάγματος ή μετ’ αυτήν δι’ αδίκημα ατιμωτικόν ή ηθικής αισχρότητος ή δεν έχει στερηθή της εκλογιμότητος κατόπιν αποφάσεως αρμοδίου δικαστηρίου λόγω οιουδήποτε εκλογικού αδικήματος, και

(δ) δεν πάσχει εκ διανοητικής νόσου καθιστώσης αυτόν ανίκανον να ασκήση τα καθήκοντά του ως βουλευτού.

ΑΡΘΡΟΝ 65

Η Βουλή των Αντιπροσώπων εκλέγεται διά περίοδον πέντε ετών. Η περίοδος της πρώτης Βουλής των Αντιπροσώπων άρχεται από της ημερομηνίας της ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος.
Η απερχόμενη Βουλή των Αντιπροσώπων συνεχίζει μέχρι της κατά την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου ενάρξεως των εργασιών της νέας Βουλής των Αντιπροσώπων.

ΑΡΘΡΟΝ 66

Κενωθείσα βουλευτική έδρα πληρούται δι’ αναπληρωματικής εκλογής διενεργουμένης εντός προθεσμίας τεσσαράκοντα πέντε το πολύ ημερών από της κενώσεως καθ' ον τρόπον νόμος ορίζει3.
3 Η Βουλή των Αντιπροσώπων τροποποίησε το άρθρο 66 του συντάγματος (Αριθμός Νόμου 115 (Ι) του 1996, ώστε να καταστεί δυνατό να επενεχθούν διατάξεις στον περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμο που να καθορίζουν τον τρόπο πλήρωσης κενωθείσας έδρας.

ΑΡΘΡΟΝ 67

Η Βουλή των Αντιπροσώπων δύναται να διαλυθή μόνον δι’ αποφάσεως αυτής λαμβανομένης δι’ απολύτου πλειοψηφίας συμπεριλσυμπεριλαμβανούσης τουλάχιστον το έν τρίτον των υπό της τουρκικής κοινότητος εκλεγέντων βουλευτών.
Η απόφασις αύτη, παρά τας διατάξεις της πρώτης παραγράφου του άρθρου 65 και της πρώτης παραγράφου του άρθρου 66, καθορίζει την ημερομηνίαν διενεργείας των γενικών εκλογών, ήτις δεν δύναται ν’ απέχη ολιγώτερον των τριάκοντα ημερών και περισσότερον των τεσσαράκοντα ημερών από της ημερομηνίας λήξεως της τοιαύτης αποφάσεως, ως και την ημερομηνίαν της πρώτης συνεδριάσεως της νεοεκλεγομένης Βουλής των Αντιπροσώπων, η δε τελευταία αύτη ημερομηνία δεν δύναται ν’ απέχη πλέον των δέκα πέντε ημερών από των γενικών εκλογών· μέχρι της ημερομηνίας ταύτης η απερχομένη Βουλή των Αντιπροσώπων συνεχίζει.
Παρά τας διατάξεις της πρώτης παραγράφου του άρθρου 65 η εκλεγομένη συνεπεία διαλύσεως Βουλή των Αντιπροσώπων εκλέγεται διά περίοδον ίσην προς την μη διανυθείσαν περίοδον της διαλυθείσης Βουλής των Αντιπροσώπων. Εν περιπτώσει διαλύσεως της Βουλής των Αντιπροσώπων εντός του τελευταίου έτους της πενταετούς βουλευτικής περιόδου, αι γενικαί εκλογαί προς ανάδειξιν νέας Βουλής των Αντιπροσώπων διενεργούνται τόσον διά την μη διανυθείσαν περίοδον της διαλυθείσης Βουλής των Αντιπροσώπων, κατά την διάρκειαν της οποίας πάσα σύνοδος της νεοεκλεγομένης Βουλής των Αντιπροσώπων θα θεωρείται έκτακτος σύνοδος, όσον και διά την επομένην πενταετή περίοδον.

ΑΡΘΡΟΝ 68

Οσάκις η Βουλή των Αντιπροσώπων συνεχίζει μέχρι της ενάρξεως της περιόδου της νεοεκλεγομένης Βουλής των Αντιπροσώπων κατά τας διατάξεις της δευτέρας παραγράφου του άρθρου 65 ή της δευτέρας παραγράφου του άρθρου 67, η απερχομένη Βουλή των Αντιπροσώπων δεν έχει εξουσίαν να ψηφίζη οιουσδήποτε νόμους ή να λαμβάνη οιασδήποτε αποφάσεις επί οιουδήποτε θέματος πλην μόνον εν περιπτώσει επειγουσών και εξαιρετικών απροβλέπτων περιστάσεων, των οποίων δέον να γίνεται ειδική μνεία εν τω σχετικώ νόμω ή αποφάσει.

ΑΡΘΡΟΝ 69

Ο βουλευτής δίδει προ της αναλήψεως των καθηκόντων αυτού εν τη Βουλή και εις δημοσίαν συνεδρίασιν αυτής την ακόλουθον διαβεβαίωσιν:
"Διαβεβαιώ επισήμως πίστιν και σεβασμόν εις το Σύνταγμα και τους συνάδοντας αυτώ νόμους και εις την διατήρησιν της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητος της Δημοκρατίας της Κύπρου".

ΑΡΘΡΟΝ 70

Η ιδιότης του βουλευτού είναι ασυμβίβαστος προς το αξίωμα του υπουργού ή του μέλους Κοινοτικής Συνελεύσεως ή δημοτικού συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένου και του δημάρχου, ή προς την ιδιότητα του ανήκοντος εις τας ενόπλους δυνάμεις ή τας δυνάμεις ασφαλείας της Δημοκρατίας ή προς οιονδήποτε έτερον δημόσιον ή δημοτικόν αξίωμα ή θέσιν, προκειμένου δε περί βουλευτού εκλεγομένου υπό της τουρκικής κοινότητος και προς το του θρησκευτικού λειτουργού.
Ο όρος «δημόσιον αξίωμα ή θέσις» εν τω παρόντι άρθρω περιλαμβάνει οιονδήποτε αξίωμα η θέσιν επ’ αμοιβή εν τη υπηρεσία της Δημοκρατίας ή Κοινοτικής Συνελεύσεως, η αμοιβή της οποίας τελεί υπό τον έλεγχο είτε της Δημοκρατίας είτε Κοινοτικής Συνελεύσεως συμπεριλαμβανομένου παντός αξιώματος ή θέσεως εις οιονδήποτε νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου ή οργανισμόν δημοσίας ωφελείας.

ΑΡΘΡΟΝ 71

Η έδρα βουλευτού κενούται:

(α) διά του θανάτου αυτού,
(β) διά της εγγράφου παραιτήσεως αυτού,
(γ) διά της επελεύσεως οιασδήποτε περιπτώσεως εκ των αναφερομένων εις τας παραγράφους (γ) και (δ) του άρθρου 64 ή διά της απωλείας της ιθαγενείας της Δημοκρατίας, και
(δ) διά της αναλήψεως αξιώματος ή θέσεως εκ των εν άρθρω 70 αναφερομένων.

ΑΡΘΡΟΝ 72

Ο Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων είναι Έλλην και εκλέγεται υπό των παρά της ελληνικής κοινότητος εκλεγομένων βουλευτών, ο δε Αντιπρόεδρος είναι Τούρκος και εκλέγεται υπό των παρά της τουρκικής κοινότητος εκλεγομένων βουλευτών.
Εκάτερος εκλέγεται κατά τα ανωτέρω κεχωρισμένως, εν τη αυτή συνεδριάσει, κατά την έναρξιν και δι’ ολόκληρον την διάρκειαν της περιόδου της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Εν περιπτώσει κενώσεως εκατέρου των εν τη πρώτη παραγράφω του παρόντος άρθρου προβλεπομένων αξιωμάτων, η εις την παράγραφον ταύτην προβλεπομένη εκλογή προς πλήρωσιν κενωθείσης θέσεως ενεργείται το συντομώτερον και εν ανάγκη εν εκτάκτω συνόδω.
Εν περιπτώσει προσκαίρου απουσίας ή εκκρεμούσης της πληρώσεως του κενωθέντος αξιώματος του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων, ως ορίζεται εν τη δευτέρα παραγράφω του παρόντος άρθρου, τα καθήκοντα αυτών ασκούνται υπό του πρεσβυτέρου βουλευτού της αντιστοίχου κοινότητος, εκτός εάν οι βουλευταί της τοιαύτης κοινότητος αποφασίσωσιν άλλως.
Μετά την εκλογήν του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων εκάτερος τούτων διορίζει αντιστοίχως εκ των βουλευτών δύο Έλληνας και ένα Τούρκον ως γραμματείς της Βουλής των Αντιπροσώπων, και δύο Έλληνας και ένα Τούρκον ως κοσμήτορας της Βουλής των Αντιπροσώπων, οίτινες θα ανήκωσιν αντιστοίχως εις το γραφείον του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων.

ΑΡΘΡΟΝ 73

Τηρουμένων των επομένων διατάξεων του παρόντος άρθρου, η Βουλή των Αντιπροσώπων ρυθμίζει διά του κανονισμού αυτής παν θέμα της τηρουμένης υπ’ αυτής διαδικασίας και λειτουργίας των υπηρεσιών αυτής.
Κατά την επομένην της εκλογής του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Βουλής συνεδρίασιν καταρτίζεται επιτροπή επιλογής αποτελούμενη εκ του Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων ως Προέδρου, του Αντιπροέδρου αυτής ως Αντιπροέδρου και οκτώ ετέρων εκλεγομένων υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων βουλευτών εξ ων εξ εκ των εκλεγέντων υπό της ελληνικής κοινότητος και δύο εκ των εκλεγέντων υπό της ελληνικής κοινότητος και δύο εκ των εκλεγέντων υπό της τουρκικής κοινότητος.
Η επιτροπή επιλογής καταρτίζει τας μονίμους κοινοβουλευτικάς επιτροπάς ως και οιασδήποτε άλλας προσωρινάς, συνιστωμένας δι’ ωρισμένον σκοπόν ή ειδικάς κοινοβουλευτικάς επιτροπάς και διορίζει βουλευτάς ως μέλη των επιτροπών τούτων. Κατά τον καταρτισμόν και διορισμόν δέον να λαμβάνωνται υπ’ όψιν οι προτάσεις αι υποβαλλόμεναι υπό της ελληνικής κοινοτικής ομάδος και της τουρκικής κοινοτικής ομάδος ή υπό των πολιτικών κομματικών ομάδων εν τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Οι διορισμοί εις τας τοιαύτας επιτροπάς υπόκεινται εις τας διατάξεις της αμέσως επομένης παραγράφου.
Η ελληνική και η τουρκική κοινοτική ομάς και αι πολιτικαί κομματικαί ομάδες εν τη Βουλή των Αντιπροσώπων εκπροσωπούνται δεόντως εις εκάστην μόνιμον και πάσαν άλλην προσωρινήν, συνιστωμένην δι’ ωρισμένον σκοπόν ή ειδικήν κοινοβουλευτικήν επιτροπήν· ο συνολικός αριθμός όμως των μελών των τοιούτων επιτροπών των προερχομένων αντιστοίχως εκ βουλευτών εκλεγομένων υπό της ελληνικής και της τουρκικής κοινότητος δέον να εμφανίζη την αυτήν αναλογίαν, ήτις ισχύει επί της κατανομής των εδρών της Βουλής των Αντιπροσώπων μεταξύ βουλευτών εκλεγομένων αντιστοίχως υπό της ελληνικής και της τουρκικής κοινότητος.
Παν νομοσχέδιον και πάσα πρότασις νόμου εισαγομένη εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων παραπέμπεται το πρώτον προς συζήτησιν ενώπιον της αρμοδίας κοινοβουλευτικής επιτροπής. Ουδέν νομοσχέδιον και ουδεμία πρότασις νόμου εξαιρέσει των χαρακτηριζομένων ως επειγούσης φύσεως συζητείται υπό επιτροπής τινος προ της παρελεύσεως τεσσαράκοντα οκτώ ωρών από της διανομής αυτής εις τους αποτελούντας την επιτροπήν ταύτην βουλευτάς. Εξαιρέσει των χαρακτηριζομένων ως επειγούσης φύσεως, ουδέν νομοσχέδιον και ουδεμία πρότασις νόμου διελθούσα το στάδιον της επιτροπής συζητείται υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων προ της παρελεύσεως τεσσαράκοντα οκτώ ωρών, αφ’ ης διενεμήθη εις τους βουλευτάς ομού μετά της εκθέσεως της κοινοβουλευτικής επιτροπής.
Η ημερησία διάταξις εκάστης συνεδριάσεως της Βουλής των Αντιπροσώπων, εις ην θα περιλαμβάνηται παν πρόσθετον θέμα προταθέν υπό του Αντιπροέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων, καταρτίζεται υπό του Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων και ανακοινούται υπό τούτου εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων. Μετά την ανακοίνωσιν της ημερησίας διατάξεως εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων πας βουλευτής δύναται να προτείνη προσθήκας ή τροπολογίας εις ταύτην, αποφασίζει δε επί των προτάσεων η Βουλή των Αντιπροσώπων.
Ο βουλευτής δεν δύναται να αγορεύση εις συνεδρίασιν της Βουλής των Αντιπροσώπων εάν δεν εγγραφή προηγουμένως εις τον οικείον πίνακα ή εάν δεν λάβη παρά του προεδρεύοντος την προς τούτο άδειαν.
Ο τηρήσας την διαγραφομένην διαδικασίαν βουλευτής δικαιούται όπως επί ευλόγως επαρκή χρόνον, λαμβανομένου υπ’ όψιν εκάστου θέματος, αγορεύση και ακουσθή κατά την εν λόγω συνεδρίασιν.
Αι αγορεύσεις γίνονται κατά την σειράν εγγραφής ή της προφορικής αιτήσεως αδείας των επιθυμούντων να αγορεύσουν, αναλόγως της περιπτώσεως· εν περιπτώσει όμως υπάρξεως αντιθέτων γνωμών διαδέχεται τον αγορεύσαντα αντιλέγων βουλευτής, εφ’ όσον είναι τούτο δυνατόν. Βουλευταί αγορεύοντες εκ μέρους των κοινοβουλευτικών επιτροπών ή των εν τη Βουλή των Αντιπροσώπων πολιτικών κομματικών ομάδων, δεν υπόκεινται εις τους ανωτέρω κανόνας ως προς την σειράν αγορεύσεων.
Βουλευταί επιθυμούντες να αγορεύσωσιν επί προτάσεων αναφερομένων εις οιονδήποτε θέμα της ημερησίας διατάξεως ή της τηρήσεως του κανονισμού ή επί του τερματισμού της συζητήσεως προηγούνται των επιθυμούντων να αγορεύσωσιν επί του υπό συζήτησιν θέματος, εν τοιαύτη δε περιπτώσει θέλει επιτραπή εις δύο βουλευτάς, ένα υπέρ της προτάσεως και ένα εναντίον της προτάσεως, όπως αγορεύσωσιν εκάστος επί δέκα πέντε λεπτά.
Αι αγορεύσεις εν τη Βουλή των Αντιπροσώπων γίνονται από του βήματος της Βουλής των Αντιπροσώπων και απευθύνονται προς την Βουλήν των Αντιπροσώπων. Αι αγορεύσεις και πάσα ετέρα διαδικασία εν τη Βουλή των Αντιπροσώπων και εις τας συνεδριάσεις των κοινοβουλευτικών επιτροπών μεταφράζονται ταυτοχρόνως εκ της επισήμου γλώσσης εις ην γίνονται, εις την ετέραν επίσημον γλώσσαν.
Απαγορεύονται αι διακοπαί των αγορεύσεων των βουλευτών ή αι προσωπικαί επιθέσεις κατά βουλευτών αι άσχετοι προς το υπό συζήτησιν θέμα εν τη Βουλή των Αντιπροσώπων ως και κατά τας συνεδριάσεις των κοινοβουλευτικών επιτροπών, εκτός εάν άλλως ορισθή διά του κανονισμού.
Αι ψήφοι εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων καταμετρούνται ενιαίως και καταγράφονται υπό του ενός εκ των Ελλήνων και του Τούρκου γραμματέως της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Τα πρακτικά των συζητήσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων περιλαμβάνουσιν εξ ολοκλήρου τα καθ’ εκάστην συνεδρίασιν γενόμενα. Τα πρακτικά των συνεδριάσεων των κοινοβουλευτικών επιτροπών τηρούνται συνοπτικώς. Οσάκις υποβληθή αντίρρησις κατά των πρακτικών συνεδριάσεως της Βουλής των Αντιπροσώπων, είτε προφορικώς υπό βουλευτού κατά την αμέσως επομένην συνεδρίασιν είτε γραπτώς αποστελλομένη προς τον Πρόεδρον της σχετικής συνεδριάσεως, η Βουλή των Αντιπροσώπων δύναται να αποφασίση την ανάλογον διόρθωσιν των πρακτικών.
Πολιτικόν κόμμα εκπροσωπούμενον εν τη Βουλή των Αντιπροσώπων δι’ αριθμού βουλευτών τουλάχιστον ίσου προς το δώδεκα επί τοις εκατόν του συνολικού αριθμού των βουλευτών δύναται να σχηματίση πολιτικήν κομματικήν ομάδα δικαιουμένην αναγνωρίσεως.

ΑΡΘΡΟΝ 74

Η Βουλή των Αντιπροσώπων συνέρχεται εις τακτικήν σύνοδον άνευ συγκλήσεως την δεκάτην πέμπτην ημέραν από των γενικών εκλογών και εν συνεχεία την αντίστοιχον ημέραν εκάστου έτους.
Η τακτική σύνοδος της Βουλής των Αντιπροσώπων διαρκεί επί τρεις έως έξ μήνας κατ’ έτος, ως θέλει αποφασίσει η Βουλή των Αντιπροσώπων.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων συγκαλείται εις έκτακτον σύνοδον υπό του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων τη αιτήσει δέκα βουλευτών απευθυνομένης προς αμφοτέρους τον Πρόεδρον και τον Αντιπρόεδρον της Βουλής των Αντιπροσώπων.

ΑΡΘΡΟΝ 75

Αι συνεδριάσεις της Βουλής των Αντιπροσώπων είναι δημόσιαι και τα πρακτικά των εν αυτή συζητήσεων δημοσιεύονται.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων δύναται, εάν θεωρήση τούτο αναγκαίον, να συνέλθη εις μυστικήν συνεδρίασιν κατόπιν αποφάσεως αυτής λαμβανομένης διά πλειοψηφίας των τριών τετάρτων του συνολικού αριθμού των βουλευτών.

ΑΡΘΡΟΝ 76

Ο Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων κηρύσσει την έναρξιν και την λήξιν εκάστης συνεδριάσεως.
Ο Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων κηρύσσων την λήξιν της συνεδριάσεως γνωστοποιεί συγχρόνως τη συναινέσει της Βουλής των Αντιπροσώπων οριζομένην ημέραν και ώραν της προσεχούς συνεδριάσεως και ανακοινοί εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων την ημερησίαν διάταξιν της συνεδριάσεως ταύτης, μεθ’ ο εφαρμόζονται αι διατάξεις της έκτης παραγράφου του άρθρου 73.
Η ημερησία διάταξις εκτυπούται και διανέμεται εις τους βουλευτάς τουλάχιστον είκοσι τέσσαρας ώρας προ της συνεδριάσεως, εφ’ όσον όμως αναφέρεται εις θέμα τελούν ήδη υπό συζήτησιν, η διανομή διενεργείται εις οιονδήποτε χρονικόν σημείον προ της συνεδριάσεως.

ΑΡΘΡΟΝ 77

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ευρίσκεται εν απαρτία, εφ’ όσον παρίσταται τουλάχιστον το έν τρίτον του συνολικού αριθμού των βουλευτών.
Συζήτησις αναφερομένη εις οιονδήποτε καθωρισμένον θέμα δύναται να διακοπή άπαξ επί είκοσι τέσσαρας ώρας τη αιτήσει της πλειοψηφίας των παρόντων κατά την συνεδρίασιν βουλευτών εκατέρας κοινότητος.

ΑΡΘΡΟΝ 78

Οι νόμοι και αι αποφάσεις της Βουλής των Αντιπροσώπων ψηφίζονται δι’ απλής πλειοψηφίας των παρόντων και ψηφιζόντων βουλευτών.
Πάσα τροποποίησις του εκλογικού νόμου ως και η ψήφισις νόμου αφορώντος εις τα δημαρχεία και παντός νόμου επιβάλλοντος φόρους ή τέλη απαιτεί χωριστήν απλήν πλειοψηφίαν των υπό της ελληνικής και της τουρκικής κοινότητος αντιστοίχως εκλεγομένων βουλευτών των μετεχόντων της ψηφοφορίας.

ΑΡΘΡΟΝ 79

Ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας δύνανται ν’ απευθύνωνται διά μηνυμάτων προς την Βουλήν των Αντιπροσώπων ή να διαβιβάζωσι προς την Βουλήν των Αντιπροσώπων τας απόψεις αυτών διά των υπουργών.
Οι υπουργοί δύνανται να παρακολουθώσι τας συνεδριάσεις της Βουλής των Αντιπροσώπων ή οιασδήποτε εκ των κοινοβουλευτικών επιτροπών και να προβαίνωσιν εις δηλώσεις ή να πληροφορώσι την Βουλήν των Αντιπροσώπων ή οιανδήποτε εκ των κοινοβουλευτικών επιτροπών επί παντός θέματος της αρμοδιότητος αυτών.

ΑΡΘΡΟΝ 80

Το δικαίωμα της υποβολής προτάσεων νόμων ανήκει εις τους βουλευτάς και νομοσχεδίων εις τους υπουργούς.
Ουδεμία πρότασις νόμου συνεπαγομένη αύξησιν των υπό του προϋπολογισμού προβλεπομένων εξόδων δύναται να υποβληθή υπό βουλευτού.

ΑΡΘΡΟΝ 81

Ο προϋπολογισμός κατατίθεται εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων το αργότερον τρεις μήνας προς της υπό του νόμου καθοριζομένης ημερομηνίας ενάρξεως του οικονομικού έτους και ψηφίζεται υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων προ της ημερομηνίας ενάρξεως του οικονομικού έτους.
Εντός τριών μηνών από της λήξεως του οικονομικού έτους κατατίθεται εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων προς έγκρισιν ο τελικός απολογισμός.

ΑΡΘΡΟΝ 82

Οι νόμοι και αι αποφάσεις της Βουλής των Αντιπροσώπων τίθενται εν ισχύϊ από της δημοσιεύσεως αυτών εις την Επίσημον Εφημερίδα της Δημοκρατίας, εκτός εάν ορίζηται διάφορος ημερομηνία εν τω δημοσιευομένω νόμω ή αποφάσει.
Αρχή Σελίδας

ΑΡΘΡΟΝ 83

Οι βουλευταί δεν υπόκεινται εις ποινικήν δίωξιν και δεν ευθύνονται αστικώς ένεκεν οιασδήποτε εκφρασθείσης γνώμης ή ψήφου δοθείσης υπ’ αυτών εν τη Βουλή των Αντιπροσώπων.

ΑΡΘΡΟΝ 84

Οι βουλευταί λαμβάνουσιν εκ του δημοσίου ταμείου αποζημίωσιν οριζομένην διά νόμου.
Οιαδήποτε αύξησις της αποζημιώσεως ταύτης δεν δύναται να τεθή εν ισχύϊ κατά την διάρκειαν της περιόδου της Βουλής των Αντιπροσώπων, καθ’ ην απεφασίσθη η τοιαύτη αύξησις.

ΑΡΘΡΟΝ 85

Παν θέμα σχετικόν προς τα προσόντα εκλογιμότητος των υποψηφίων και πάσα ένστασις κατά των εκλογών εκδικάζονται οριστικώς και αμετακλήτως υπό του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Αρχή Σελίδας

ΑΡΘΡΟΝ 116

Ο Γενικός Ελεγκτής υποβάλλει ετησίως έκθεσιν επί της ασκήσεως των εν τω παρόντι κεφαλαίω αναφερομένων υπηρεσιών και καθηκόντων αυτού προς τον Πρόεδρον και τον Αντιπρόεδρον της Δημοκρατίας, οίτινες μεριμνώσι περί της καταθέσεως αυτής ενώπιον της Βουλής.

ΑΡΘΡΟΝ 119

Ο Διοικητής της Εκδοτικής Τραπέζης της Δημοκρατίας υποβάλλει εξαμηνιαίας εκθέσεις επί της καταστάσεως του νομίσματος, των κεφαλαίων και αξιών της Δημοκρατίας προς τον Πρόεδρον και τον Αντιπρόεδρον της Δημοκρατίας, οίτινες μεριμνώσι περί της καταθέσεως των εκθέσεων ενώπιον της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Αρχή Σελίδας

ΑΡΘΡΟΝ 138

Εν η περιπτώσει κατά την υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων επιψήφισιν του προϋπολογισμού, ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας, ενεργούντες ιδία εκάτερος ή από κοινού, ανέπεμψαν προς αυτήν τούτον επί τω λόγω ότι κατά την ιδίαν αυτών κρίσιν γίνεται εν αυτώ δυσμενής διάκρισις η δε Βουλή των Αντιπροσώπων επέμεινεν επί της αποφάσεως αυτής, ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας δικαιούνται ιδία εκάτερος ή από κοινού αναλόγως της περιπτώσεως να προσφύγωσιν επί τω ανωτέρω λόγω ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Η προσφυγή αύτη ασκείται εντός της υπό του Συντάγματος οριζομένης προθεσμίας εκδόσεως των νόμων ή αποφάσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Επί τοιαύτης προσφυγής το Δικαστήριον δύναται να ακυρώση ή επικυρώση τον προϋπολογισμόν ή να αναπέμψη τούτον εν όλω ή εν μέρει εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων.
Πάσα απόφασις του Δικαστηρίου ανακοινούται αμέσως εις τον Πρόεδρον και τον Αντιπρόεδρον της Δημοκρατίας και εις τον Πρόεδρον και Αντιπρόεδρον της Βουλής των Αντιπροσώπων και δημοσιεύεται παραχρήμα εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας υπό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας.

ΑΡΘΡΟΝ 140

Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας από κοινού προ της εκδόσεως νόμου ή αποφάσεώς τινος της Βουλής των Αντιπροσώπων δικαιούνται να αναφερθώσιν εις το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον ίνα γνωματεύση τούτο, κατά πόσον ο εν λόγω νόμος, απόφασις ή ωρισμένη διάταξις αυτών ευρίσκεται εις αντίθεσιν ή είναι ασύμφωνος προς διάταξίν τινα του Συντάγματος δι’ οιονδήποτε άλλον λόγον πλην της δυσμενούς εις βάρος εκατέρας κοινότητος διακρίσεως ή ευρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνος προς το δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

Το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον ερευνά το υπό την κρίσιν αυτού τεθέν κατά την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου ζήτημα και αφ’ ου ακούση τας απόψεις του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων εκδίδει την γνωμάτευσιν αυτού επί του τεθέντος αυτώ ζητήματος και κοινοποιεί ταύτην εις τον Πρόεδρον και τον Αντιπρόεδρον της Δημοκρατίας, ως και εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων.

Εις ήν περίπτωσιν το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον γνωματεύση ότι ο νόμος ή η απόφασις ή διάταξις τις αυτών ευρίσκεται εις αντίθεσιν ή ασυμφωνίαν προς διάταξίν τινα του Συντάγματος, ο νόμος ή η απόφασις δεν δύνανται να εκδοθή υπό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας.

ΑΡΘΡΟΝ 141

Ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας δύναται προ της εκδόσεως νόμου επιβάλλοντος διατυπώσεις, όρους ή περιορισμούς του διά του άρθρου 25 ηγγυημένου δικαιώματος ν’ αναφερθή εις το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον, ίνα γνωματεύση τούτο κατά πόσον αι διατυπώσεις, οι όροι ή οι περιορισμοί τίθενται ή όχι προς το δημόσιον συμφέρον ή είναι αντίθετοι προς τα συμφέροντα της κοινότητος αυτού.
Το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον ερευνά το υπό την κρίσιν αυτού τεθέν ζήτημα και αφ’ ου ακούση τας απόψεις του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας αναλόγως της περιπτώσεως, ως και τας απόψεις της Βουλής των Αντιπροσώπων, εκδίδει την γνωμάτευσιν αυτού και κοινοποιεί ταύτην εις τον Πρόεδρον και τον Αντιπρόεδρον της Δημοκρατίας και εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων.
Εις ην περίπτωσιν το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον γνωματεύση ότι οι εν λόγω όροι, περιορισμοί ή διατυπώσεις δεν ετέθησαν προς το δημόσιο συμφέρον ή είναι αντίθετοι προς τα συμφέροντα της ενδιαφερομένης κοινότητος, ο ειρημένος νόμος ή ωρισμένη διάταξις αυτού θεσπίζουσα όρους, περιορισμούς ή διατυπώσεις δεν δύναται να εκδοθή υπό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας. 

ΑΡΘΡΟΝ 143

Ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας ή βουλευταί αντιπροσωπεύοντες τουλάχιστον το έν πέμπτον του συνολικού αριθμού των βουλευτών της νεοεκλεγομένης Βουλής δικαιούνται να προσφύγωσιν εις το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον, ίνα αποφανθή τούτο, αν συντρέχωσι τοιαύται επείγουσαι και εξαιρετικαί απρόβλεπτοι περιστάσεις, δικαιολογούσαι την υπό της Βουλής, ήτις συνεχίζει μέχρι της ενάρξεως της περιόδου της νέας Βουλής, ψήφισιν νόμων ή λήψιν αποφάσεων κατά το άρθρον 68.
Η προσφυγή του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας δέον να ασκήται εντός της υπό του Συντάγματος οριζομένης προθεσμίας εκδόσεως των νόμων και αποφάσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων, η δε προσφυγή των ως άνω βουλευτών δέον να ασκήται εντός δέκα πέντε ημερών από της πρώτης συνεδριάσεως της νέας Βουλής.

ΑΡΘΡΟΝ 167

Η Βουλή των Αντιπροσώπων δύναται να ψηφίση ή να αρνηθή την ψήφισιν οιασδήποτε δαπάνης περιλαμβανομένης εις συμπληρωματικόν προυπολογισμόν, δεν δύναται όμως να ψηφίση αύξησιν δαπάνης ή μεταβολήν του σκοπού, δι ον αύτη προορίζεται.

ΑΡΘΡΟΝ 168

Εάν ο προϋπολογισμός δεν έχη ψηφισθή υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων μέχρι της ημέρας ενάρξεως του οικονομικού έτους, εις ο ούτος αφορά, η Βουλή των Αντιπροσώπων δύναται, τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος, δι’ αποφάσεως αυτής να παράσχη εξουσιοδότησιν ενεργείας οιασδήποτε απαιτουμένης δαπάνης επί χρονικόν διάστημα μη υπερβαίνον τον ένα μήνα εκάστοτε και εν πάση περιπτώσει τους δύο μήνας εν συνόλω εκ του λογαριασμού παγίου ταμείου ή οιουδήποτε ετέρου λογαριασμού του Δημοσίου, εφ όσον ήθελε θεωρήσει τούτο αναγκαίον διά την συνέχισιν των εν τω προϋπολογισμώ προβλεπομένων δημοσίων υπηρεσιών και δη μέχρις εκπνοής του ειρημένου χρονικού διαστήματος. αλλ’ η κατά τα ανωτέρω εγκρινομένη δαπάνη δι’ οιανδήποτε υπηρεσίαν δεν δύναται να υπερβαίνη το αναλογούν εις το ειρημένον χρονικόν διάστημα τμήμα του συνολικώς διά την εν λόγω υπηρεσίαν ψηφισθέντος διά του προϋπολογισμού του προηγουμένου οικονομικού έτους ποσού.

ΑΡΘΡΟΝ 169

Η διαπραγμάτευσις πάσης ετέρας συνθήκης, συμβάσεως ή διεθνούς συμφωνίας ως και η υπογραφή αυτών γίνεται κατόπιν αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου, δεν τίθενται όμως εν ισχύϊ και δεν δεσμεύουσι την Δημοκρατίαν, ειμή μόνον εφ’ όσον κυρωθώσι διά νόμου ψηφιζομένου υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων, ότε και συνομολογούνται.

ΑΡΘΡΟΝ 179

Το Σύνταγμα είναι ο υπέρτατος νόμος τη Δημοκρατίας.
Ουδείς νόμος ή απόφασις της Βουλής των Αντιπροσώπων ή εκατέρας Κοινοτικής Συνελεύσεως ως και ουδεμία πράξις, ή απόφασις οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπων εν τη Δημοκρατία ασκούντος εκτελεστικήν εξουσίαν ή οιονδήποτε διοικητικόν λειτούργημα δύναται να είναι καθ’ οιονδήποτε τρόπον αντίθετος ή ασύμφωνος προς οιανδήποτε των διατάξεων του Συντάγματος.

ΑΡΘΡΟΝ 182

Τα άρθρα ή τα μέρη των άρθρων του Συντάγματος τα περιλαμβανόμενα εν τω συνημμένω τω παρόντι παραρτήματι ΙΙΙ, ενσωματωθέντα εις το Σύνταγμα εκ της συμφωνίας Ζυρίχης της 11ης Φεβρουαρίου, 1959, αποτελούσι θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος και δεν δύνανται, καθ’ οιονδήποτε τρόπον, να τροποποιηθώσι διά μεταβολής, προσθήκης ή καταργήσεως.
Τηρουμένων των διατάξεων της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου πάσα διάταξις του Συντάγματος δύναται να τροποποιηθεί διά μεταβολής, προσθήκης ή καταργήσεως ως εν τη τρίτη παραγράφω του παρόντος άρθρου ορίζεται.
Διά την ψήφισιν οιουδηποτε νόμου περί τροποποιήσεως απαιτείται πλειοψηφία περιλαμβάνουσα τουλάχιστον τα δύο τρίτα του όλου αριθμού των εις την ελληνικήν κοινότητα ανηκόντων βουλευτών και τουλάχιστον τα δύο τρίτα του όλου αριθμού των εις την τουρκικήν κοινότητα ανηκόντων βουλευτών.

ΑΡΘΡΟΝ 183

Προκήρυξις εκδοθείσα συμφώνως ταις ανωτέρω διατάξεσι του παρόντος άρθρου κατατίθεται αμέσως ενώπιον της Βουλής των Αντιπροσώπων. Εάν η Βουλή των Αντιπροσώπων δεν διατελή εν συνόδω, συγκαλείται αύτη ίνα αποφασισθή όσον οίον τε ταχύτερον περί τουτου.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων δικαιούται να απορρίψη ή εγκρίνη την προκήρυξιν περί κηρύξεως καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης. Εν περιπτώσει απορρίψεως η προκήρυξις περί κηρύξεως καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης δεν έχει ουδεμίαν νομικήν ισχύν. Εν περιπτώσει εγκρίσεως ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας εκδίδουσι παραχρήμα διά δημοσιεύσεως εις την Επίσημον Εφημερίδα της Δημοκρατίας την απόφασιν της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Η προκήρυξις περί κηρύξεως καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης παύει να ισχύει άμα τη παρελεύσει δύο μηνών από της εγκρίσεως αυτής υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων, εκτός εάν η Βουλή των Αντιπροσώπων τη αιτήσει του Υπουργικού Συμβουλίου αποφασίση να παρατείνη την διάρκειαν της καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης, οπότε ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας ιδία εκάτερος ή από κοινού έχουσι δικαίωμα αρνησικυρίας της αποφάσεως περί παρατάσεως της διαρκείας της καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης ασκούμενον συμφώνως τω Άρθρω 50.