Κυπριακή Δημοκρατία Κυπριακή Δημοκρατία

Η ανάδειξη, η συγκρότηση και η διάλυση της Βουλής

Βουλευτικές εκλογές

Η Βουλή των Αντιπροσώπων εκλέγεται με καθολική, άμεση και μυστική ψηφοφορία για περίοδο πέντε ετών. Η πενταετής θητεία κάθε Βουλής καλείται βουλευτική περίοδος. Οι εκλογές είναι γενικές, διεξάγονται την ίδια μέρα σε όλη την κυπριακή επικράτεια και πρέπει να διασφαλίζουν την ελεύθερη, απρόσκοπτη και ανόθευτη έκφραση της λαϊκής βούλησης. Προκηρύσσονται με διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών, που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, και διενεργούνται τη δεύτερη Κυριακή του μήνα που προηγείται της λήξης της περιόδου της απερχόμενης Βουλής. Κάθε θέμα σχετικό με το κύρος των εκλογών εκδικάζεται οριστικά και αμετάκλητα από το Ανώτατο Δικαστήριο της Δημοκρατίας.

Εκλογικό σύστημα

Το σύνταγμα δεν ορίζει συγκεκριμένο εκλογικό σύστημα ούτε καθορίζει τις εκλογικές περιφέρειες. Οι σχετικές ρυθμίσεις γίνονται με νόμο που ψηφίζει η Βουλή. Μέχρι το 1979 ίσχυε το πλειοψηφικό σύστημα, το οποίο αντικαταστάθηκε αρχικά από το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής (Νόμος 72 του 1979) και αργότερα από το αναλογικό εκλογικό σύστημα (Νόμος 71(Ι) του 1995), αφού το πλειοψηφικό δεν εξασφάλιζε την αντιπροσώπευση της μειοψηφίας και οδηγούσε σε άδικη και άνιση κατανομή των εδρών, μη συναρτώμενη με την πραγματική δύναμη των κομμάτων. Τον Νοέμβριο του 2015 ο εκλογικός νόμος τροποποιήθηκε ξανά [Νόμος αρ. 181(I) του 2015] και προβλέπει τη διάθεση των εδρών στην πρώτη κατανομή με το σύστημα της απλής αναλογικής, ενώ στις δύο φάσεις της δεύτερης κατανομής εφαρμόζεται ενισχυμένη αναλογική με ποσοστά 3,6% και 7,2%, αντίστοιχα.
Σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο, για σκοπούς διεξαγωγής των βουλευτικών εκλογών η κυπριακή επικράτεια διαιρείται σε έξι εκλογικές περιφέρειες, η έκταση και τα όρια των οποίων αντιστοιχούν στην έκταση και στα όρια των έξι διοικητικών επαρχιών του κράτους. Σήμερα, από τις πενήντα έξι ελληνοκυπριακές έδρες, είκοσι έδρες κατανέμονται στη Λευκωσία, δώδεκα στη Λεμεσό, έντεκα στην Αμμόχωστο, έξι στη Λάρνακα, τέσσερις στην Πάφο και τρεις στην Κερύνεια.

Προσόντα εκλογιμότητας υποψήφιων βουλευτών

Για να θέσει κάποιος υποψηφιότητα για βουλευτής, πρέπει να είναι πολίτης της Δημοκρατίας, να έχει συμπληρώσει το εικοστό πρώτο έτος της ηλικίας του, να μην έχει καταδικαστεί για αδίκημα ατιμωτικό ή ηθικής αισχρότητας, να μην έχει στερηθεί την εκλογιμότητα λόγω εκλογικού αδικήματος και να μην πάσχει από διανοητική νόσο που τον καθιστά ανίκανο να ασκήσει τα καθήκοντά του.

Ασυμβίβαστο του βουλευτικού αξιώματος

Η ιδιότητα του βουλευτή είναι ασυμβίβαστη με το αξίωμα του υπουργού, του δημάρχου, του δημοτικού συμβούλου, του μέλους των ενόπλων δυνάμεων ή των σωμάτων ασφαλείας, καθώς και με οποιοδήποτε άλλο δημόσιο ή δημοτικό αξίωμα ή θέση.

Καθήκοντα και δικαιώματα των βουλευτών

Οι βουλευτές πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους δίνουν, σε δημόσια συνεδρίαση της Βουλής, διαβεβαίωση ότι θα επιδεικνύουν πίστη και σεβασμό στο σύνταγμα και στους νόμους που συνάδουν με αυτό, καθώς και στη διατήρηση της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Δημοκρατίας.

Οι βουλευτές απολαύουν κάποιων προνομίων που συνδέονται με το λειτούργημά τους. Αυτά είναι:

α. το ανεύθυνο των βουλευτών για γνώμη που εξέφρασαν ή ψήφο που έδωσαν στη Βουλή των Αντιπροσώπων και

β. η ασυλία των βουλευτών. Χωρίς άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν μπορεί να διωχθεί, να συλληφθεί ή να φυλακιστεί βουλευτής για όσο χρόνο εξακολουθεί να είναι μέλος του κοινοβουλίου. Τέτοια άδεια δεν απαιτείται για αδικήματα που επισύρουν ποινή φυλάκισης πέντε ετών και άνω, εφόσον ο αδικοπραγήσας κατελήφθη επ΄ αυτοφώρω. Στην περίπτωση αυτή ειδοποιείται αμέσως το Ανώτατο Δικαστήριο και αποφασίζει για την παροχή ή μη άδειας για συνέχιση της δίωξης ή της κράτησης.

Περαιτέρω, για να έχουν τη δυνατότητα οι βουλευτές να ασκούν απερίσπαστα το λειτούργημά τους και για να διαφυλαχτεί η ανεξαρτησία τους, λαμβάνουν βουλευτική αποζημίωση από το δημόσιο ταμείο και δικαιούνται ορισμένες ατέλειες, που ορίζει με νόμο η Βουλή. Οποιαδήποτε αύξηση της βουλευτικής αποζημίωσης δεν μπορεί να τεθεί σε ισχύ κατά τη διάρκεια της περιόδου της Βουλής των Αντιπροσώπων κατά την οποία αυτή αποφασίστηκε.

Πρόεδρος, γραμματείς και κοσμήτορες της Βουλής

Σύμφωνα με το σύνταγμα, ο Πρόεδρος της Βουλής εκλέγεται από τα μέλη της στην πρώτη συνεδρίαση της βουλευτικής περιόδου και η εκλογή του ισχύει για ολόκληρη την περίοδο. Σε περίπτωση πρόσκαιρης απουσίας του ή όταν εκκρεμεί η πλήρωση του κενωθέντος αξιώματος του Προέδρου, τα καθήκοντά του ασκεί ο πρεσβύτερος βουλευτής, εκτός αν το σώμα αποφασίσει διαφορετικά.

Μετά την εκλογή του ο Πρόεδρος διορίζει δύο βουλευτές ως γραμματείς και δύο ως κοσμήτορες της Βουλής. Ο Πρόεδρος της Βουλής, μεταξύ άλλων, διευθύνει και συντονίζει τις εργασίες της ολομέλειας και φροντίζει για την ομαλή διεξαγωγή των εργασιών της. Επιπλέον, προΐσταται των υπηρεσιών του κοινοβουλίου και δίνει εντολές για την πραγματοποίηση των δαπανών που προβλέπονται από τον προϋπολογισμό της Βουλής. 

Ο Πρόεδρος μεριμνά για την οργάνωση και την εύρυθμη λειτουργία της Βουλής, επιβάλλοντας την τήρηση του κανονισμού της, αντιπροσωπεύει τη Βουλή στις διάφορες εντός και εκτός της Βουλής εκδηλώσεις, και απευθύνεται εκ μέρους της Βουλής προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τους λοιπούς αξιωματούχους της πολιτείας. Επίσης, αντικαθιστά τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σε περίπτωση προσωρινής απουσίας ή προσωρινού κωλύματός του.

Πολιτικές κομματικές ομάδες

Κάθε πολιτικό κόμμα που εκπροσωπείται στη Βουλή με αριθμό βουλευτών ίσο τουλάχιστον με το δώδεκα τοις εκατό του συνολικού αριθμού των βουλευτών μπορεί να σχηματίσει πολιτική κομματική ομάδα. Κάθε πολιτική κομματική ομάδα ορίζει και ανακοινώνει στον Πρόεδρο τον κοινοβουλευτικό της εκπρόσωπο.

Αντιπρόσωποι των θρησκευτικών ομάδων στη Βουλή

Οι θρησκευτικές ομάδες των Αρμενίων, των Λατίνων και των Μαρωνιτών εκπροσωπούνταν με εκλεγμένους αντιπροσώπους τους στην Ελληνική Κοινοτική Συνέλευση μέχρι τη μεταβίβαση των νομοθετικών αρμοδιοτήτων της στη Βουλή τον Μάρτιο του 1965. Από το 1965 μέχρι το 1970 οι τρεις αντιπρόσωποι εκπροσωπούσαν την ομάδα τους στη Βουλή με ετήσια παράταση της θητείας τους. Το 1970 η Βουλή ψήφισε τον περί Θρησκευτικών Ομάδων (Εκπροσώπησις) Νόμο, σύμφωνα με τον οποίο κάθε θρησκευτική ομάδα εκπροσωπείται στη Βουλή με έναν αντιπρόσωπο, που εκλέγεται από τους εκλογείς της οικείας ομάδας σύμφωνα με τις διατάξεις του εκλογικού νόμου. Έκτοτε, οι τρεις αντιπρόσωποι των θρησκευτικών ομάδων εκλέγονται, όπως και τα μέλη της Βουλής, κάθε πενταετία, μετέχουν στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Παιδείας και Πολιτισμού και καλούνται στις συνεδριάσεις άλλων επιτροπών κατά τις οποίες εξετάζονται θέματα που αφορούν τις ομάδες τους, για να εκθέσουν τις απόψεις τους. Παρευρίσκονται επίσης στις συνεδριάσεις της ολομέλειας του σώματος και εκφράζουν τις θέσεις τους σε θέματα που αφορούν την ομάδα τους, χωρίς όμως δικαίωμα ψήφου. Τέλος, απολαύουν των ίδιων δικαιωμάτων (ανεύθυνο, ασυλία, ατέλεια, αποζημίωση) με τα υπόλοιπα μέλη της Βουλής.

Διάλυση της Βουλής

Η Βουλή μπορεί να διαλυθεί πριν από τη λήξη της πενταετούς βουλευτικής περιόδου με απόφαση της ολομέλειας που λαμβάνεται με απόλυτη πλειοψηφία. Η απόφαση αυτή καθορίζει την ημερομηνία διενέργειας των εκλογών, που δεν μπορεί να απέχει λιγότερο από τριάντα και περισσότερο από σαράντα μέρες από την ημερομηνία που λήφθηκε η σχετική απόφαση, καθώς και την ημερομηνία της πρώτης συνεδρίασης της νεοεκλεγόμενης Βουλής, που δεν μπορεί να απέχει περισσότερο από δεκαπέντε μέρες από τις εκλογές.

Η Βουλή που εκλέγεται έπειτα από διάλυση του σώματος εκλέγεται για περίοδο ίση με τη μη διανυθείσα περίοδο της διαλυθείσας Βουλής, με εξαίρεση τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η απόφαση για διάλυση λαμβάνεται τον τελευταίο χρόνο της θητείας της απερχόμενης Βουλής, οπότε εκλέγεται και για την επόμενη πενταετή περίοδο.