Κυπριακή Δημοκρατία Κυπριακή Δημοκρατία

1. Η αρχή της επικουρικότητας

Η αρχή της επικουρικότητας είναι μια καθοδηγητική αρχή για το διαχωρισμό των αρμοδιοτήτων μεταξύ των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ουσιαστικά, απαντά στο ερώτημα ποιος πρέπει να αποφασίζει. Αν το υπό εξέταση θέμα εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αυτό ορίζεται στις Συνθήκες, τότε είναι φανερό ποιος είναι ο αρμόδιος να αποφασίσει. Αν όμως για ένα θέμα η αρμοδιότητα είναι συντρέχουσα, μοιράζεται δηλαδή μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών, τότε σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας θα πρέπει να αποφασίζουν τα κράτη μέλη, για να αποφεύγεται ο συγκεντρωτισμός στη λήψη αποφάσεων. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις, όπου παρόλο που η αρμοδιότητα είναι συντρέχουσα, θεωρείται αναγκαίο να δράσει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Όταν συμβαίνει αυτό, η αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θέτει περιορισμούς στην άσκηση εξουσίας από την Ένωση.

Με δεδομένο ότι ο έλεγχος της εφαρμογής της αρχής της επικουρικότητας πραγματοποιείται επί νομοθετικών προτάσεων που εμπίπτουν στους τομείς συντρέχουσας αρμοδιότητας της Ένωσης και των κρατών μελών (και όχι στους τομείς που ανήκουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης),  το άρθρο 5 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως τροποποιήθηκε από τη Συνθήκη της Λισαβόνας, προβλέπει ότι η  Ένωση πρέπει να δράσει μόνο εάν και στο βαθμό που οι στόχοι της προτεινόμενης δράσης είναι αδύνατον να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται, συνεπώς, λόγω των διαστάσεων ή των αποτελεσμάτων της προτεινόμενης δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο ΕΕ.

Ειδικότερα, στο άρθρο 5(3) της προαναφερθείσας Συνθήκης προνοούνται τα ακόλουθα:

 «Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, στους τομείς οι οποίοι δεν υπάγονται στην αποκλειστική της αρμοδιότητα, η Ένωση παρεμβαίνει μόνο εφόσον και κατά το βαθμό που οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσης δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, τόσο σε κεντρικό όσο και σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, μπορούν όμως, λόγω της κλίμακας ή των αποτελεσμάτων της προβλεπόμενης δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης.

Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης εφαρμόζουν την αρχή της επικουρικότητας σύμφωνα με το Πρωτόκολλο σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας. Τα εθνικά κοινοβούλια μεριμνούν για την τήρηση της αρχής αυτής σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο εν λόγω Πρωτόκολλο».

Περαιτέρω, στο Πρωτόκολλο (Αρ. 2) σχετικά με την Εφαρμογή των Αρχών της Επικουρικότητας και της Αναλογικότητας, που προσαρτήθηκε στην προαναφερθείσα Συνθήκη, προβλέπεται ότι «κάθε θεσμικό όργανο (της Ένωσης) μεριμνά συνεχώς για την τήρηση των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας που καθορίζονται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση». Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου (Αρ. 2) της Συνθήκης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβαίνει σε ευρείες διαβουλεύσεις πριν υποβάλει πρόταση νομοθετικής πράξης και κατά τις διαβουλεύσεις αυτές πρέπει να συνεκτιμάται, κατά περίπτωση, η περιφερειακή και τοπική διάσταση των προβλεπόμενων δράσεων.

Το άρθρο 5 του Πρωτοκόλλου (Αρ. 2)  της Συνθήκης προνοεί ότι:

«Τα σχέδια νομοθετικών πράξεων αιτιολογούνται σε σχέση με τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας. Κάθε σχέδιο νομοθετικής πράξης πρέπει να περιλαμβάνει εμπεριστατωμένη έκθεση βάσει της οποίας μπορεί να κριθεί η τήρηση των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας. Η εν λόγω έκθεση πρέπει να περιέχει στοιχεία εκτίμησης των δημοσιονομικών επιπτώσεων της πράξης καθώς και, εφόσον πρόκειται για οδηγία, των συνεπειών της ως προς τις ρυθμίσεις που πρέπει να εφαρμοσθούν από τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης, ενδεχομένως, της περιφερειακής νομοθεσίας. Οι λόγοι που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ένας στόχος της Ένωσης μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης στηρίζονται σε ποιοτικούς και, οσάκις είναι δυνατόν, σε ποσοτικούς δείκτες. Στα σχέδια νομοθετικών πράξεων λαμβάνεται δεόντως υπόψη η ανάγκη το τυχόν οικονομικό ή διοικητικό βάρος που βαρύνει την Ένωση, τις εθνικές κυβερνήσεις, τις περιφερειακές ή τοπικές αρχές, τους οικονομικούς φορείς και τους πολίτες να είναι το ελάχιστο δυνατό και ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο στόχο».

Τέλος, όπως προβλέπεται στα άρθρα 5(3) και 12(β) της Συνθήκης, τα εθνικά κοινοβούλια μεριμνούν για την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο Πρωτόκολλο (Αρ. 2), δηλαδή την διαδικασία υποβολής αιτιολογημένης γνώμης εντός προθεσμίας οκτώ εβδομάδων από την ημερομηνία διαβίβασης ενός σχεδίου νομοθετικής πράξης σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οι κατευθυντήριες γραμμές σε σχέση με το πώς εφαρμόζεται η αρχή της επικουρικότητας, καθορίστηκαν στο Πρωτόκολλο της Συνθήκης του Άμστερνταμ, σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας. Επισημαίνεται ότι οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές εξακολουθούν να εφαρμόζονται μέχρι σήμερα από τα εθνικά κοινοβούλια κατά την άσκηση του υπό αναφορά ελέγχου.

Ειδικότερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση, όταν μοιράζεται αρμοδιότητες με τα κράτη μέλη, καλείται να αναλάβει δράση στις ακόλουθες περιπτώσεις:

  • αν υπάρχουν υπερεθνικές πτυχές σε ένα τομέα, οι οποίες δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά με τη λήψη εθνικών μέτρων,
  • αν η λήψη εθνικών μέτρων ή η έλλειψη δράσης από την Ένωση συγκρούεται με τις απαιτήσεις των Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή είναι επιζήμια για τα συμφέροντα των κρατών μελών, και
  • αν η δράση της Ένωσης σε σύγκριση με τη δράση των κρατών μελών παρέχει σαφή πλεονεκτήματα λόγω της κλίμακας στην οποία θα διεξαχθεί ή των αποτελεσμάτων της.